σ'τσιόκλαδου (το)
  • Κλαδί συκιάς

σ'τσιούδα (η)
  • υποκορ. της λ. «σ'τσιά»

σ'τσουμανίτις (οι)
  • Μανιτάρια που φυτρώνουν σε κουφάλες μιας συκιάς.

σ'τσουφλίζου
  • Μαδώ τα φύλλα της συκιάς και τα δίνω να τα φάνε τα αιγοπρόβατα.

    • - Έφτου έχ' τσι τα πρόβατα τ' τσι τα σ'τσουφλίζ'
σ'τσόφλου (του)
  • Φύλλο συκιάς

σ'χαίνουμι
  • Σιχαίνομαι

    • -Σχάστσι = Σιχάθηκε
σ'χαμένους (ι)
  • Άσχημος, σιχαμερός, αηδιαστικός

    • -Σ'χαμένου καλούπ' = κακάσχημος
σ'χαμός (ι)
  • Αυτός ή οτιδήποτε που προκαλεί το συναίσθημα της αηδίας

    • -Τα μουρά τ' είνι ένας σ'χαμός! Ούλου μεσ' κη βρουμιά είνι.
σ'χαντός (ι)
  • Άσχημος, σιχαμερός

    • -Τούτους είνι ι πιο σ'χαντός άθρουπους τ' χουριού μας.
σ'χαρίτσια (τα)
  • Συγχαρητήρια

    • -Μπράβου μπε Γιάνν', τα σ'χαρίτσια μ' που κατάντ'σις έτικια. Συ θα βρουντάς αύριου του τσιφάλι σ'!!
σ'χαρτσ'άρς (ι)
  1. Έντομο που φαίρνει τα σ'χαρίτσια (βλ. λ.)

  2. μτφ. Ο χαμπαρολόγος

σ'χουριμένους (ι)
  • Συχωρεμένος

    • -Του σ'χουριμένου του μπαρμπα - Αντών' α τουν θ'μούστι για πουλλά χρόνια.
σ'χουρνώ
  • Συγχωρώ

σα
  • Όπως

    • -Σα π' μι βλέπ'ς τσι σι βλέπου! = έκφραση επιβεβαίωσης ενός γεγονότος
Σαββατιανά (τα)
  • Δουλειές του Σαββάτου, νοικοκυρέματα

σαβούλ' (του)

Ετυμολογία: αραβ.

  • Το νήμα της στάθμης, το ζύγι των μαστόρων

σαβουλιάζου

Ετυμολογία: τουρκ. το α' συνθετικό + ιάζω

  • Μετρώ την κατακόρυφο του τοίχου που χτίζεται

σαβουριάζου
  1. Βάζω σαβούρα

  2. μτφ. Τρώω τον άμπακα

    • -Μας είχι κάλεσμα ι γαμπρός μ' απουβραδίς, σαβουριάσαμι για τα καλά.
  3. μτφ. μεταχειρίζομαι κάποιον σα σαβούρα

    • -Μας σαβουριάσαν μες σ' ένα νταμ, τριάντα αθρώπ', τσι μας ξιχάσασ'.
σαβουρμάς (ι)
  • Δυνατό πέταγμα μακριά.

σαβουρντίζου και σαβουρντώ

Ετυμολογία: τουρκ. savurduö αόρ. του ρ. savurmak

  • Διώχνω, ρίχνω, τινάζω, σφεντονίζω

    • -Τ' σαβούρντσα κάνα δυο τσ' έστρουσι = του έριξα μια δυο και έστρωσε (δηλ έβαλε μυαλό)

    • -Σαβούρκσ'του μπε = ρίξε το, πέταξέ το
σαβουρώνου
  • Συγκεντρώνω χρήματα-πράγματα κατά τρόπο όχι και τόσο καθαρό (ακόμα και με κλεψιές), σφετερίζομαι, αρπάζω

    • -Σαβουρών' όκ' έβρ' τσ η μάνα τ' ε παίρν' χαμπάρ'!
σάγια (η)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Υπόστεγο με τρεις τοίχους και ανοιχτό στην τέταρτη πλευρά. Πρόχειρη αποθήκη, στάβλος

    • -Του σπίκ' έχ' τσι σάγια για να δέν'ς του μ'λαρι σ'!
σαγίτα (η) Βλέπε:
σάζου

Ετυμολογία: αρχ. ισάζω (= ευθυγραμμώ)

  1. Φτιάχνω, τακτοποιώ, διορθώνω

    • -Άμι μπε να σάξ'ς τα διμάκια μεσ' του νταμ!
  2. Τακτοποιούμαι οικονομικά (στην παθητική φωνή δηλ. «σάζουμι»)

    • -Άμα πλούσαμι κανένα σύκου ανί (θα) σαζόμασταν
  3. Συμφιλιώνομαι

    • -Άντι μπε να τα σάξ'τι πλιά!
  4. Απειλή για επιβολή ποινής

    • -Έννοια σ' αχριάν', α σι σάξου γω!
σάιμπασι (του)

Ετυμολογία: τουρκ. sayı başı = κεφαλή (αρχή) μέτρησης

  • Διάδρομος ανάμεσα σε σειρές από καπνό

σαϊμπάσια (τα)
  • Διάδρομοι ανάμεσα σε σειρές από καπνό.

    • -Πα στα σαϊμπάσια φτεύγαμι ντουματιές ξιρικιές, τ'ς «μουσκλούδις» που λέγαμι
σαΐν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. şahin

  1. Σαΐνι = το γεράκι, είδος αρπακτικού πτηνού

  2. μτφ. άνθρωπος πολύ έξυπνος, ικανότατος, εύστροφος

Επίσης:
σαϊντίζου
  • Κάνω πίσω, υποχωρώ, παραμερίζω

    • -Είνι τούτους μια στύψ', απ' του θ'κό τ' ε σαϊντίζ'
σαΐτα (η)
  1. Ειδικό εξάρτημα του αργαλειού, μικρό ξύλο με το οποίο περνούν το υφάδι μέσα από τις κλωστές του στημονιού.

  2. Εξάρτημα ψαράδων για το μπάλωμα των διχτυών τους

Επίσης:
σαΐτις (οι)
  • Μέρη του χωραφιού όπου ανοίγεις ένα χαντάκι βαθύ, το μισό το στρώνεις με μικρές πέτρες (μόλια) και το σκεπάζεις με χώμα για να φεύγουν τα νερά ώστε να το καλλιεργήσεις

σακιάζου
  • Βάζω στο σακί

σακιντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Παραμερίζω, αποφεύγω

    • -Σακίντα (προστακτική) = παραμέρισε
σακλέλ' (του)
  • Σακουλάκι

σακουράφ' (η)

Ετυμολογία: μεγεθ του μσν. σακκοράφιον

  • Μεγάλη βελόνα κατάλληλη για ράψιμο σάκων

σάλ' (του)

Ετυμολογία: περσ.

  • Σάλι = γυναικείο πλεκτό για τους ώμους, εσάρπα, επώμιο

σαλαγκιά (η)
  • Τέσσερα αγκίστρια δεμένα πάνω σε ένα βαρύ μολύβι. Το ρίχνουν από την παραλία στο λιμάνι, όπου είναι μαζεμένα πολλά ψάρια, και το τραβούν με δύναμη μήπως και πιάσουν, στην τύχη κάποιο ψάρι

σαλαγώ

Ετυμολογία: μτγν. σαλαγέω < μσν. σάλαγος (= δυνατή φωνή)

  • Κινούμαι, κινώ ελαφρά, πειράζω, προκαλώ θόρυβο, βοή

    • -Βρόντουμ', ξαναβρόντουμ' κ' πόρτα τ' παπά, κανένας ε σαλαγούσι απού μέσα

    • -Σαλάγατα = Κούνα τα

    • -Σαλάγα τα πρόβατα = προχώρα τα
σαλαμέτ (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ευτυχώς, το θέμα είχε καλό τέλος

    • -Κουντέψαμι να σκουτουθούμι, αλλά σαλαμέτ.
σαλαρίτς

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ίκτερος

σαλάχ' (του)

Ετυμολογία: από το τουρκ. silâh = όπλο

  • Είδος ψαριού (το σελάχι)

σάλια - μπάλια

Ετυμολογία: βενετ.

  • Σαχλαμάρες, ανόητα, ανούσια λόγια, άχρηστα πράγματα

σάλιακας (η)
  • Παιδικό παιχνίδι

σάλιακους (ι)
  • Το σαλιγκάρι

σαλιάτς (οι)
  • Τα σαλιγκάρια

σαλίζου
  • Βγάζω σάλια αλλά και σαχλαμαρίζω

    • -Σαλίζ του μουρό! Βγάζ' δόγκια
σαλκίμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. salkım = τσαμπί

  • Το φυτό γλυτσίνα ή γλυσίνα

σαλμά (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. salma = απελευθέρωση

  • Ανεξέλεγκτα, χωρίς επίβλεψη

    • -Του νιρό τρέχ' σαλμά

    • -Έχ' τα πρόβατα σαλμά
σαλμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. salma = απελευθέρωση

  • Ανακατεμένα πράγματα

    • -Ούλα ήνταν πιταμένα χάμ', ένας σαλμάς!
σαλούβαρδους (ι)
  • Είδος ψαριού

σάμ' (του)
  • Σουσάμι