Μαδώ τα φύλλα της συκιάς και τα δίνω να τα φάνε τα αιγοπρόβατα.
Αυτός ή οτιδήποτε που προκαλεί το συναίσθημα της αηδίας
Συγχαρητήρια
Συχωρεμένος
Ετυμολογία: τουρκ. το α' συνθετικό + ιάζω
shareΜετρώ την κατακόρυφο του τοίχου που χτίζεται
Βάζω σαβούρα
μτφ. Τρώω τον άμπακα
μτφ. μεταχειρίζομαι κάποιον σα σαβούρα
Ετυμολογία: τουρκ. savurduö αόρ. του ρ. savurmak
shareΔιώχνω, ρίχνω, τινάζω, σφεντονίζω
Συγκεντρώνω χρήματα-πράγματα κατά τρόπο όχι και τόσο καθαρό (ακόμα και με κλεψιές), σφετερίζομαι, αρπάζω
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΥπόστεγο με τρεις τοίχους και ανοιχτό στην τέταρτη πλευρά. Πρόχειρη αποθήκη, στάβλος
Ετυμολογία: αρχ. ισάζω (= ευθυγραμμώ)
shareΦτιάχνω, τακτοποιώ, διορθώνω
Τακτοποιούμαι οικονομικά (στην παθητική φωνή δηλ. «σάζουμι»)
Συμφιλιώνομαι
Απειλή για επιβολή ποινής
Ετυμολογία: τουρκ. sayı başı = κεφαλή (αρχή) μέτρησης
shareΔιάδρομος ανάμεσα σε σειρές από καπνό
Διάδρομοι ανάμεσα σε σειρές από καπνό.
Μέρη του χωραφιού όπου ανοίγεις ένα χαντάκι βαθύ, το μισό το στρώνεις με μικρές πέτρες (μόλια) και το σκεπάζεις με χώμα για να φεύγουν τα νερά ώστε να το καλλιεργήσεις
Τέσσερα αγκίστρια δεμένα πάνω σε ένα βαρύ μολύβι. Το ρίχνουν από την παραλία στο λιμάνι, όπου είναι μαζεμένα πολλά ψάρια, και το τραβούν με δύναμη μήπως και πιάσουν, στην τύχη κάποιο ψάρι
Ετυμολογία: μτγν. σαλαγέω < μσν. σάλαγος (= δυνατή φωνή)
shareΚινούμαι, κινώ ελαφρά, πειράζω, προκαλώ θόρυβο, βοή
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΕυτυχώς, το θέμα είχε καλό τέλος
Ετυμολογία: τουρκ. salma = απελευθέρωση
shareΑνεξέλεγκτα, χωρίς επίβλεψη
Ετυμολογία: τουρκ. salma = απελευθέρωση
shareΑνακατεμένα πράγματα