Βρέθηκε το λήμμα
σδιρέτς (του)
  • Το σιδερένιο φτυάρι του φούρνου με το οποίο έβαζαν ή έβγαζαν τα ψωμιά και τα ταψιά από το φούρνο

Σχετικές λέξεις
ζδιρέτς (του)
ζδιριό (του)