Βρέθηκε το λήμμα
σαρίτσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. sarık και ελλ. καισαρίκιον

  1. Κάλυμμα του κεφαλιού, σαρίκι

  2. Τα φύλλα του καπνού για να τα στεγνώσουν τα μπουλουνιάζαν (δηλ. τα περνούσαν σε σπάγκο) και μετά έδεναν τις άκρες του σπάγκου στις άκρες ενός μακριού ξύλου