Βρέθηκε το λήμμα
σασιρτζμένους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. şaşmak = η απορία και η έκπληξη από κάτι που έρχεται ξαφνικά

  • Με την προσοχή μου κάπου αλλού, αφοσιωμένος σε κάτι άλλο, σαστισμένος

    • -Ε κατάλαβα τι είπις! Ήμαν σασιρτζμένους