Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Φυτό που έχει ανάπτυξη
Στον πληθ. «τα σέλια» = κατάλοιπα θρεπτικών συστατικών από πλημμύρα ποταμού.