Βρέθηκε το λήμμα
σέλ' (του)
  1. Φυτό που έχει ανάπτυξη

  2. Στον πληθ. «τα σέλια» = κατάλοιπα θρεπτικών συστατικών από πλημμύρα ποταμού.