Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Μαδώ τα μαλλιά γυναίκας σε καυγά ή τα δικά μου, από απελπισία. συν. το «μαλλιουγδέρνου»