Βρέθηκε το λήμμα
σαραμαλλιάζου - σαραμαλλιάζουμι
  • Μαδώ τα μαλλιά γυναίκας σε καυγά ή τα δικά μου, από απελπισία. συν. το «μαλλιουγδέρνου»

    • -Έκλιγι ούλη μέρα, σαραμαλλιάστσι απ' τουν καμό τ'ς!