Βρέθηκε το λήμμα
σνόπουρου (του)
  • Χόρτο που τρώνε τα πρόβατα. Φύεται στις κορυφές του βουνού στα πρωτοβρόχια. Είδος γκαζόν.

    • -Ίβγι σνόπουρου. Πρασνίσας τα β'νά.
Σχετικές λέξεις
τρα