Βρέθηκε το λήμμα
σκουμέν' (η)
  1. Σηκωμένη

  2. μτφ. προχωρημένη

    • -Η λ'τουργιά ήντου για τα καλά σκουμέν' άμα γύρ'σα στου σπίκ'