Ετυμολογία: τουρκ. = «για νερό», από το sulamak = ποτίζω
shareΑνάπαυλα εργαζομένων, διάλειμμα για ξεκούραση
υποκορ. της λ. «σουλούκ'»
Ετυμολογία: τουρκ. Sultan meremet = επιδιόρθωση σουλτανική (στην κυριολεξία της)
shareμτφ. η τιμωρία, ο ξυλοδαρμός
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΥπεροπτικό ή θυμωμένο ύφος
υποκορ. της λ. «σουραύλι»
Μεγάλη στάμνα για νερό ή κρασί.
Ετυμολογία: τουρκ. şurdan - burdan = από εδώ και κει
shareΑνεύθυνα λόγια και ανεύθυνες πράξεις
Ανάκατα
Ετυμολογία: τουρκ. sürüsü ile
shareΌλοι μαζί, με όλο τους το σόι
Ετυμολογία: τουρκ
shareΚοσκινισμένο χώμα σε μορφή λάσπης για κεραμίδια
μτφ. σημαίνει κάτι το εκλεκτό, πρώτο πράμα
Ξύλο μεγάλο και μακρύ που μπαίνει σ' όλο το μήκος απ' το εσωτερικό της καρίνας του πλεούμενου για να «δέσει» τις «στρώσεις»
Μικρό σπιτάκι ισόγειο, με ξύλινο πάτωμα στο μισό του ύψος όπου, από 3-4 ξύλινα σκαλιά, ανέβαιναν οι άνθρωποι για να κοιμηθούν. Από κάτω έριχναν ξερά σύκα κ.τ.λ., χρησιμοποιώντας το χώρο ως αποθήκη.
Ετυμολογία: τουρκ. sofa = αίθουσα < αραβ. Suffah = μακρύς πάγκος, χαμηλός καναπές, ντιβάνι
shareΧαμηλός καναπές ή κρεβάτι
Σίφων (όργανο με τη μορφή σωλήνα, σχήματος ανεστραμμένου U με άνισα σκέλη που χρησιμοποιείται για την μετάγγιση υγρών από μια στάθμη σε άλλη χαμηλότερη)
Μικρός ανεμοστρόβιλος, κυρίως κατά τη φθινοπωρινή εποχή, γυροφέρνοντας ξερά φύλλα.
Ετυμολογία: τουρκ. sofra
shareΣτρογγυλό χαμηλό τραπέζι φαγητού, γύρω απ' το οποίο καθόταν καταγής τα μέλη της οικογένειας για φαγητό
Ετυμολογία: αρχ. σπαργώ (= είμαι γεμάτος σφρίγος)
shareΟι μαστοί μου παραγεμίζουν από γάλα, «πετρώνουν», με αποτέλεσμα να γίνεται δύσκολος ο θηλασμός
Οι όρχεις μου παραγεμίζουν από σπέρμα, λόγω έλλειψης ερωτικής συνεύρεσης
Σπίτι
Οινόπνευμα. Προέρχεται από το ιταλικό spirito di vino = πνεύμα του οίνου δηλ. οινόπνευμα.
Ετυμολογία: μσν. σπιτάλιν < οσπιτάλιον < λατιν. (μσν) hospitale < hospitium = ξενώνας, φιλοξενία
shareΝοσοκομείο
Εξασφαλίζω σε κάποιον οικονομική άνεση και τακτοποιημένη ζωή, τον «νοικοκυρεύω»