σουβάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sıva

  • Ασβεστοκονίαμα

σουβατζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sıvaçı

  • Οικοδόμος που σοβαντίζει

σουβές (ι)
  • Το κάτω μέρος της κάσας μιας πόρτας, το μέρος που πατάμε κατά την είσοδό μας.

σουβιλίκια (τα)
  • Οι ξύλινες κάσες πάνω στις οποίες στηρίζονται οι πόρτες. συν. «κασαλίκια»

σουγιαδέλ' (του)
  • Μικρός σουγιάς

σουδιά (η)
  • Συγκομιδή, σοδειά, αποταμίευση για μελλοντική χρήση

σουδιάζου
  • Μαζεύω, αποθηκεύω τη σοδειά

σουιντέ

Ετυμολογία: τουρκ. sözde = σαν να λέμε

  • Δηλαδή

σουκάτσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. sokak

  • Στενός δρόμος

σούκιουρ Βλέπε:
σουκουλντούμ (του)
  • Στενό, σκοτεινό και δύσκολα προσπελάσιμο σοκάκι

σουλαντίζου
  • Καταβρέχω με το ποτιστήρι

σουλαντιστήρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. sulamak = ποτίζω

  • Το ποτιστήρι με το τρυπητό στόμιο

σουλόδερμα (του)
  • Δέρμα για σόλες παπουτσιών

σουλούκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. = «για νερό», από το sulamak = ποτίζω

  • Ανάπαυλα εργαζομένων, διάλειμμα για ξεκούραση

σουλουκέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «σουλούκ'»

    • -Έλα έιδουνα να κάνουμι ένα σουλουκέλ' τσι να πιούμι ένα τσιγάρου
σουλτάν μιριμέτ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. Sultan meremet = επιδιόρθωση σουλτανική (στην κυριολεξία της)

  • μτφ. η τιμωρία, ο ξυλοδαρμός

    • -Άμα σι πιάσου α σ'δώσου ένα σουλτάν μιριμέτ'!
σουλτούκ (του)
  • Παλιάνθρωπος

    • -Μη του π'στεύγ'ς τούτου του σουλτούκ
σουπάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Νεαρό μουλάρι (από φοράδα μητέρα και γάιδαρο πατέρα

σουράκ'
  • Ορμή (βλ. και λ. «σουράτ»)

σουράτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Υπεροπτικό ή θυμωμένο ύφος

    • -Ήρθι μι του σουράτι τ' τσι μας έκανι του καμπόσου
σουραυλέλια (τα)
  • υποκορ. της λ. «σουραύλι»

    • -Ήντασ' τσι γι ψιλικατζήδις. Είχασ' σουραυλέλια, ξυραφίδις, στριμπουμπλίθρις τσ' άλλα πιχνιδέλια για τα μουρά
σουρλάς (ι)
  • Μεγάλη στάμνα για νερό ή κρασί.

    • -Βρη θεια Κλιάνθ', έβρασις βρη βράσμα πι κη γκτούρα; Έβαλις τσι κρασί κανέ σουρλά;
σουρντάν - μπουρντάν

Ετυμολογία: τουρκ. şurdan - burdan = από εδώ και κει

  1. Ανεύθυνα λόγια και ανεύθυνες πράξεις

  2. Ανάκατα

σουρντίζου

Ετυμολογία: τουρκ. sürmek = τραβώ

  • Πετώ στα άχρηστα, απορρίπτω

σουρουσούιλε

Ετυμολογία: τουρκ. sürüsü ile

  • Όλοι μαζί, με όλο τους το σόι

    • -Παγαίν' ουλ' σκ' ακλησιά μ'κροί - μιγάλ', σουρουσούιλε
σουρτούκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sürtük

  • Αυτός που περιφέρεται άσκομα, ο ρέμπελος

σουσμές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ

  1. Κοσκινισμένο χώμα σε μορφή λάσπης για κεραμίδια

  2. μτφ. σημαίνει κάτι το εκλεκτό, πρώτο πράμα

σουσμετζής (ι)
  • Ο εργάτης που δούλευε τον σουσμέ (βλ. λ.)

σουτκέλ' (του)
  • Μικρό μπαούλο

σουτρόπ' (του)
  • Ξύλο μεγάλο και μακρύ που μπαίνει σ' όλο το μήκος απ' το εσωτερικό της καρίνας του πλεούμενου για να «δέσει» τις «στρώσεις»

σουφαλίδ'κου (του)
  • Μικρό σπιτάκι ισόγειο, με ξύλινο πάτωμα στο μισό του ύψος όπου, από 3-4 ξύλινα σκαλιά, ανέβαιναν οι άνθρωποι για να κοιμηθούν. Από κάτω έριχναν ξερά σύκα κ.τ.λ., χρησιμοποιώντας το χώρο ως αποθήκη.

σουφάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sofa = αίθουσα < αραβ. Suffah = μακρύς πάγκος, χαμηλός καναπές, ντιβάνι

  • Χαμηλός καναπές ή κρεβάτι

σουφιλιάζου
  • Εφαρμόζω, ενώνω, συναρμόζω

    • -Η πόρτα έ σουφιλιάζ'!
σούφνας (ι)
  1. Σίφων (όργανο με τη μορφή σωλήνα, σχήματος ανεστραμμένου U με άνισα σκέλη που χρησιμοποιείται για την μετάγγιση υγρών από μια στάθμη σε άλλη χαμηλότερη)

  2. Μικρός ανεμοστρόβιλος, κυρίως κατά τη φθινοπωρινή εποχή, γυροφέρνοντας ξερά φύλλα.

σουφραλίτσ' (του)
  • Το τραπεζομάντηλο

σουφράς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sofra

  • Στρογγυλό χαμηλό τραπέζι φαγητού, γύρω απ' το οποίο καθόταν καταγής τα μέλη της οικογένειας για φαγητό

σπανουράδ'κα πρόβατα (τα)
  • Πρόβατα με κοντή ουρά

σπαργώνου

Ετυμολογία: αρχ. σπαργώ (= είμαι γεμάτος σφρίγος)

  1. Οι μαστοί μου παραγεμίζουν από γάλα, «πετρώνουν», με αποτέλεσμα να γίνεται δύσκολος ο θηλασμός

  2. Οι όρχεις μου παραγεμίζουν από σπέρμα, λόγω έλλειψης ερωτικής συνεύρεσης

    • -Σπαργώσας τα β'ζιά τσ' κατσίκας! Έχου δυό μέρις να κ' αρμέξου!
σπατσάρου
  • Τελειώνω

σπί
  • Είδος χαλβά

σπίκ' (του)
  • Σπίτι

    • -Λόγιαζι Γιάνν' του σπίκι σ' τσι κι γ'ναίκα σ', τρώγι ψουμέλ' ντόπιου τσι άσι τσ' άσπρις πίτις
σπικ'κός (ι)
  • Ο σπιτικός

σπίνους (ι)
  • μτφ. αδύνατο, ισχνό άτομο

σπίρτου - ντιβίνου
  • Οινόπνευμα. Προέρχεται από το ιταλικό spirito di vino = πνεύμα του οίνου δηλ. οινόπνευμα.

σπιρτουλόγους (ι)
  • Το κουτί των σπίρτων

σπιτάλ' (του)

Ετυμολογία: μσν. σπιτάλιν < οσπιτάλιον < λατιν. (μσν) hospitale < hospitium = ξενώνας, φιλοξενία

  • Νοσοκομείο

σπιτέλ' (του)
  • Μικρό σπίτι

σπιτουνκουτσυρεύγου
  • Εξασφαλίζω σε κάποιον οικονομική άνεση και τακτοποιημένη ζωή, τον «νοικοκυρεύω»

    • -Του μουρέλι μ' θα παντρέψου να του σπιτουνκουτσυρέψου