Βρέθηκε το λήμμα
σκουρδούλα (η)

Ετυμολογία: μσν. σκορδούλα < αρχ. κορδύλη (= απόστημα, οίδημα)

  1. Πανούκλα

  2. μτφ. κάτι κακό ή αρνητικό

    • -Ντα σκουρδούλα (δηλ τι κακή ιδέα) σούμπι στου τσιφάλι σ';

    • -Ντα σκουρδούλα έχ'ς; = τι στο διάολο έχεις; τι σου συμβαίνει;