Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. σκορδούλα < αρχ. κορδύλη (= απόστημα, οίδημα)
Πανούκλα
μτφ. κάτι κακό ή αρνητικό