Βρέθηκε το λήμμα
σόγ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. soy

  • Το σόι

    • -Ε πιρνούσ' τα σόγια ούτι γ' ουμουρφιές,

    • μο πιρνούσ' οι λίρες οι χρυσές!