Βρέθηκε το λήμμα
σόν'

Ετυμολογία: τουρκ. son = τέλος

  • Φτάνει, αρκετά

    • -Σόν' μπε ε θέλου άλλου!

    • -Σόν' τσι καλά! = Οπωσδήποτε

    • -Ναι τσι σόν' να γίν' του θ'κό τ' = οπωσδήποτε (ντε και καλά) να γίνει το δικό του