Βρέθηκε το λήμμα
σλαρέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «σλάρ»

    • -Άιντι σλαρέλι μ' κάνι τ' αγιασμένου σ' του κατουρλέλ' τσί στου θ'κό' μ' του κατουφλέλ'!