Βρέθηκε το λήμμα
σλάρ (του)
  1. Σκύλος

  2. μτφ. έξυπνος, ανθεκτικός, σκληραγωγημένος άνθρωπος

    • -Βρη του σλάρ = βρέ τον έξυπνο