Βρέθηκε το λήμμα
σλιντίζου
  • Ανάβω (π.χ. φωτιά. Ρίχνω κάτι ψιλό για να ανάψει η φωτιά ή για να δυναμώσει)

    • -Ε νι σλέντσι ακόμα η φουκιά!
Σχετικές λέξεις
σλιγκίζου