Βρέθηκε το λήμμα
σ'νεικάζου

Ετυμολογία: συν + εικάζω

  • Συνειδητοποιώ, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, χωνεύω

    • -Σκ' αρχή ε μι γνώρσι τσι κόντιψα να φάγου μια βουλαδιά, ύστιρα μι σ'νείκασι γιακί τα ψήναμι πουλύ

    • - Του σ'νείκασις; = το κατάλαβες; Το χώνεψες;
Σχετικές λέξεις
σνικάζου