Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. συν + απαίρω (= ξεσηκώνω συγχρόνως)
Μεταφέρω το νοικοκυριό από το χωριό στο γιαλό ή στον κάμπο και τανάπαλιν (δηλ. από τη χειμερινή κατοικία στην καλοκαιρινή