Βρέθηκε το λήμμα
σ'νουπαίρνου

Ετυμολογία: αρχ. συν + απαίρω (= ξεσηκώνω συγχρόνως)

  • Μεταφέρω το νοικοκυριό από το χωριό στο γιαλό ή στον κάμπο και τανάπαλιν (δηλ. από τη χειμερινή κατοικία στην καλοκαιρινή

Σχετικές λέξεις
σνόπαρμα (του)
σνουπέρνου