Βρέθηκε το λήμμα
σκουτουμός (ι)
  1. Ο φόνος

  2. Η σκοτούρα

    • -Να σκουτουμό πόβαλις στου νού σ'!
  3. μτφ. κάτι εντυπωσιακό

    • - Οι πανσέδες όξου είνι σκουτουμός (ένα θαύμα!)