Βρέθηκε το λήμμα
μπαραντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Βρίσκω μέρος να προφυλαχτώ από τη βροχή, τον αέρα, το χιόνι, γενικά από την κακοκαιρία ή να ξεκουραστώ

    • -Εν είχι πού να μπαραντίσ' ι κατσπουδιάρ'ς