Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ.
Βρίσκω μέρος να προφυλαχτώ από τη βροχή, τον αέρα, το χιόνι, γενικά από την κακοκαιρία ή να ξεκουραστώ