Βρέθηκε το λήμμα
μπαλτζίκα (η)
  • Σκληρό στρώμα χώματος που συναντάται σε κάποιο βάθος

    • -Γι αλιβριά που ποίτσι εν ήντου κίπουτα!. Μια μπαλτζίκα ήντου = ήταν πολύ σκληρή και δεν τρωγότανε.