Βρέθηκε το λήμμα
μπαρούτ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. barut = πυρίτιδα

  1. μτφ. το φαγητό που «καίει» τη γλώσσα (πολύ ξινό ή με πολλά μπαχαρικά)

  2. μτφ. ο θυμωμένος άνθρωπος

    • -Γίντσι μπαρούτ' = θύμωσε πολύ