Βρέθηκε το λήμμα
μπακλαφουράν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Σπάσιμο κουκιών

  2. μτφ. η Καθαρά Δευτέρα. Αποβραδίς έβαζαν τα κουκιά να μουσκέψουν και την Καθαρά Δευτέρα τα έπαιρναν μαζί με ελιές και άλλα νηστίσιμα φαγητά στην εξοχή όπου περνούσαν την ημέρα τους

Σχετικές λέξεις
μπαγκλαγκιράν' (του)