Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Σίδερο που έκλεινε από πίσω την πόρτα (ως ασφάλεια). Βλ. και λ. «κολντιμίρ»