Βρέθηκε το λήμμα
μπακουτίλις (οι)

Ετυμολογία: βενετ. και ιταλ.

  • Παλιά και φθαρμένα αντικείμενα, παλιατζούρες, ευτελή αντικείμενα

    • -Λιέτι μες' τα χουριά τ'ς Μυτιλήν'ς τσι ξουδεύγ' τ'ς παράδις τ' ν' αγουράζ' μπακουτίλις!