Βρέθηκε το λήμμα
μπαμπατσιόλα (η)

Ετυμολογία: μσν. Μπαμπάκι < βαμβάκιον, υποκορ. του μσν. Βάμβαξ + ιόλα (κατάλ.)

  • Ματσάκι από νήμα βαμβακερό