Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. Μπαμπάκι < βαμβάκιον, υποκορ. του μσν. Βάμβαξ + ιόλα (κατάλ.)
Ματσάκι από νήμα βαμβακερό