μούσκλα (η)
  • Το κορόμηλο

μουσκλιά (η)
  • Κορομηλιά

μουσκουκάρφ' (του)

Ετυμολογία: μόσχος + καρφί

  • Μπαχαρικό, το γαρίφαλο

μουσλούκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. musluk

  • Βρυσάκι με μικρή κάνουλα (μικρό μεταλλικό δοχείο με βρυσάκι, που το κρεμούσαν σε εξωτερικό τοίχο για να πλένουν τα χέρια, το πρόσωπο κ.τ.λ.)

Επίσης:
μουσμουλόφ'λλου (του)
  • Το φύλλο της μουσμουλιάς

μουσταλευριά (η)
  • Είδος γλυκίσματος από μούστο και αλεύρι

μουσταχάκ (επίρρ.)
  • Καλά να πάθεις

    • -Γω σούπα (σου είπα) να μη τ'ς φας τ'ς κουλ'φάδις, τσι συ ε μ' άκσις!. Μουσταχάκ!
Μουστούκας
  • Κύριο όνομα (Θεμιστοκλής)

μουστουκούλουρου (του)
  • Είδος γλυκού. Γίνεται από βράσμα (ζωμός από σύκα), λάδι, αλεύρι, ξύσμα πορτοκαλιού, κανέλα και άλλα υλικά.

μουσχουμυρ'στός (ι)
  • Αυτός που μοσχομυρίζει δηλ. αναδίδει ή σκορπίζει ευχάριστη μυρωδιά, που αποπνέει άρωμα

    • -Μουσχουμυρ'στό λάδ'
μουτζαλιά (η)
  • Η μουτζούρα

μουτζαλουμένους (ι)
  • Ο βρόμικος, ο λερωμένος

μουτζαλώνου
  • Μουτζουρώνω, βρομίζω

μουτζουγκρουμένους (ι)
  • Ο μουτρωμένος, ο συνοφρυωμένος

    • -Τι σκουρδούλά έχ'ς; Ούλ' κ' μέρα μουτζουγκρουμένους είσι.
μούτλακ

Ετυμολογία: τουρκ. mutlaka

  • Σώνει και καλά

μούτσ'α - μούτσ'α
  • Λέγεται για μικρό παιδί

μουτσενέλ' (του)
  • Μικρό παιδί

    • -Άι μπε μουτσενέλ' φέρ' του θυμιατό να ποίσουμι τ' αντέκ'…
μουτσιάς (ι)
  • Μικρό παιδί, πιτσιρίκος

Επίσης:
μούτσιους (ι) Βλέπε:
μουτσνάρα (η)
  • Μεγάλο πρόσωπο.

    • -Γω τα πήκα ούλα, γω! Είδις μουτσνάρις; Ντα λέγ'ς δασκάλ'σσα, α τα πάρου τα κατουμμύργια;
μούτσνου (του)

Ετυμολογία: βενετ. muzona = μάσκα αποκριάς

  • Πρόσωπο, φάτσα, μούτρα

    • -Μι τι μούτσνα α πας να τουν δεις;
μουτσούνα (η) Βλέπε:
μούτσους (ι)

Ετυμολογία: ιταλ. mozzo

  • Μαθητευόμενος ναύτης

μουφλούιζ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. müflüs και müflıs

  • Πάμπτωχος, χρεοκοπημένος

μουχάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. muhan

  • Το φυσερό του σιδηρουργού

Επίσης:
μουχλιάζ' (ρ.)
  • Δηλώνει ότι σουρουπώνει ή ότι εμφανίζεται ομίχλη

    • -Άιντι τιλιώνιτι τσι μουχλιάζ'
μουχτάρ'ς (ο)

Ετυμολογία: τουρκ. muhtar

  • Τούρκος πρόεδρος κοινότητας

μπ'γάδα (ι)

Ετυμολογία: βενετ. bugada

  • Μπουγάδα = πλύση ρουχισμού

    • -Έβαλα μπ'γάδα σήμιρα τσ' αφανίσκα
Επίσης:
μπ'γαδουκό'φνου (του)
  • Κοφίνι για πλύσιμο ρούχων

μπ'γας
  • Μπουγάς

μπαγανάς (ι)
  • Νεαρός, έφηβος.

    • - Μουναχά πασ' (πάνε) κακ' μπαγανάδις τσι τα μαγαρίζ' τα κ'τσιά (τα κουκιά), τσι παραφλάγ' ι μπαμπάς μ' να πιάσ' κανέ μπαγανά τσι να τουν χκυπήσ' χάμ' να σκουρπήσ' α νταρί (καλαμπόκι)

    • -Μπαγανάς ήντου η Μ'χάλ'ς στου γάμου τσι θειάς τ'!
μπαγδατί Βλέπε:
μπαγιατιαίνου

Ετυμολογία: τουρκ. bayatmak

  • Πολυκαιρίζω

μπαγιλντ'σμάδα (η)

Ετυμολογία: τουρκ. bayılmak

  • Η ζάλη

μπαγιλντίζου

Ετυμολογία: τουρκ. bayildim, αόρ. του bayılmak

  • Κατακουράζομαι, βαλαντώνω, αγανακτώ

    • -Μπαγίλντ'σα πλια μι τούκ' κη κάψ'!
μπαγίρ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. bayır = πλαγιά

  1. Το αδύνατο μέρος στα πλαϊνά του χωραφιού (συνήθως δεν καλλιεργείται)

  2. Βουνοπλαγιά

μπαγκανότις (οι)

Ετυμολογία: αγγλ. Banknotes

  • Νόμισμα (παλιές δεκάρες), τραπεζογραμμάτια

Επίσης:
μπαγκλαγκιράν' (του) Βλέπε:
μπάγκους (ι)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Η σανίδα της βάρκας όπου κάθεται ο κωπηλάτης

μπαγντατί

Ετυμολογία: τουρκ. bağdadı

  • Τοίχος των εσωτερικών χωρισμάτων του σπιτιού καμωμένος από ξύλα τοποθετημένα σταυρωτά και με επένδυση με ξύλινες πήχεις 2-3 πόντους φάρδος (ή από καλάμια) επιχρισμένα με ασβεστοκονίαμα (βλ. λ «φριγγί»)

Επίσης:
μπάζα (η)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Το τελείωμα ενός ντουλαπιού ή μιας ντουλάπας που πάει κάτω - κάτω και ακουμπά στο πάτωμα

μπακαθούρα (η)
  • Υπολείμματα τυριού σε μικρά τεμάχια, στον πάτο του καζανιού, που αφαιρούνται με σουρωτή κουτάλα, όταν το γάλα φθάσει σε θερμοκρασία 60 βαθμών και πριν την παραγωγή της «μ'τζήθρας» (βλ. λ.).

    • -Τιλιώσ'τι γλήγουρα τσ' ύστιρα λάτι να φάμι κουμμάκ' μπακαθούρα. Γω α μπήξου. Έχου τσι κουμμάκ' τσίπα κρακ'μέν'(κρατημένη)
Επίσης:
μπακαλούμ
  • Άιντε να δούμε, ίδωμεν

μπακατέλα (η)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Ασήμαντο πράγμα

μπακίρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. bakır

  • Χαλκός

μπακίρα (η)
  1. Χάλκινο παλιό τουρκικό νόμισμα μικρής αξίας

  2. Χάλκινο δοχείο που το χρησιμοποιούσαν στο άρμεγμα για τη συλλογή του γάλακτος

  3. Δοχείο (δεμένο σε σχοινί) για την ανέλκυση νερού από πηγάδι.

μπακιρένιους (ι)
  • Από χαλκό

    • -Του ταψί που μ' δώτσις ήντου μπακιρένιου;
μπακιρκά (τα)
  • Τα χάλκινα σκεύη

μπακιρούδα (η)
  • υποκορ. της λ. «μπακίρα»

μπακιρτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bakırcı

  • Χαλκωματάς, χαλκοπλάστης