Καλά να πάθεις
Είδος γλυκού. Γίνεται από βράσμα (ζωμός από σύκα), λάδι, αλεύρι, ξύσμα πορτοκαλιού, κανέλα και άλλα υλικά.
Αυτός που μοσχομυρίζει δηλ. αναδίδει ή σκορπίζει ευχάριστη μυρωδιά, που αποπνέει άρωμα
Ο μουτρωμένος, ο συνοφρυωμένος
Μεγάλο πρόσωπο.
Ετυμολογία: βενετ. muzona = μάσκα αποκριάς
shareΠρόσωπο, φάτσα, μούτρα
Δηλώνει ότι σουρουπώνει ή ότι εμφανίζεται ομίχλη
Νεαρός, έφηβος.
Ετυμολογία: τουρκ. bayildim, αόρ. του bayılmak
shareΚατακουράζομαι, βαλαντώνω, αγανακτώ
Ετυμολογία: τουρκ. bayır = πλαγιά
shareΤο αδύνατο μέρος στα πλαϊνά του χωραφιού (συνήθως δεν καλλιεργείται)
Βουνοπλαγιά
Ετυμολογία: αγγλ. Banknotes
shareΝόμισμα (παλιές δεκάρες), τραπεζογραμμάτια
Ετυμολογία: ιταλ.
shareΤο τελείωμα ενός ντουλαπιού ή μιας ντουλάπας που πάει κάτω - κάτω και ακουμπά στο πάτωμα
Υπολείμματα τυριού σε μικρά τεμάχια, στον πάτο του καζανιού, που αφαιρούνται με σουρωτή κουτάλα, όταν το γάλα φθάσει σε θερμοκρασία 60 βαθμών και πριν την παραγωγή της «μ'τζήθρας» (βλ. λ.).
Χάλκινο παλιό τουρκικό νόμισμα μικρής αξίας
Χάλκινο δοχείο που το χρησιμοποιούσαν στο άρμεγμα για τη συλλογή του γάλακτος
Δοχείο (δεμένο σε σχοινί) για την ανέλκυση νερού από πηγάδι.