Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Η κάθετη κολώνα όπου στηρίζεται ή κουπαστή μιας σκάλας
Κάθετο ξύλο στέγης