Βρέθηκε το λήμμα
μπαρχανάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. barhana = ερείπιο

  • Ομάδα εργασίας-σύνολο εργατών ασχολούμενο με αγροτικές δουλειές.

    • - Είδα ένα μπαρχανά να κηρτίζ' καπνό