Ετυμολογία: τουρκ. karar = δόση, αναλογία
shareΊσα - ίσα, όριο, δόση, μέτρο, κανονική ποσότητα
Ετυμολογία: τουρκ. kara = μαύρος + sevda = έρωτας
shareΜελαγχολία αλλά και ερωτικός πόθος ή αγιάτρευτος έρωτας
Ξύλο σε τοίχο (π.χ. καφενείου) για να μην αφήνουν σημάδια οι καρέκλες στον τοίχο
Οι αυλακώσεις στις οποίες φυτεύονται τα φυτά του καπνού, της ντομάτας κ.τ.λ.
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΕνδιαφέρομαι
Ετυμολογία: μσν. κάρκαλον < λατιν. caracalla και caracallis = είδος κουκούλας
shareΑκαθαρσία της μύτης (αποξηραμένη μύξα), πέτσα σε πληγή που αρχίζει να επουλώνεται, γενικώς κάθε στερεοποιημένο έκκριμα ζωικού οργανισμού
υποκορ. της λ. «καρκατζέλα»
Ετυμολογία: κάρκανο > καρκανιάζω > καρνιάζω
shareΓίνομαι κάρβουνο
Στεγνώνει ο λαιμός μου από τη δίψα
Ετυμολογία: τουρκ. karşı = απέναντι
shareΑντίκρυ, απέναντι
Ευθυγράμμιση.
Είδος μεγάλης καρφίτσας (τη βάζανε και στα καπέλα ως διακοσμητικό στοιχείο)
Ετυμολογία: αρχ. κάρος (= λήθαργος > καρόω-ώ (= πεθαίνω)
shareΓίνομαι σκληρός σαν ξύλο, ξυλιάζω
Τεντώνω τα αυτιά μου σαν λαγός
Φουντώνω
Ετυμολογία: τουρκ. kasap
shareΧασάπης
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΗ βούρτσα-ξύστρα με την οποία ξύνουν τα ζώα για να τα καθαρίσουν και να τα απαλλάξουν από διάφορα ενοχλητικά ζωύφια.