καράρ (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. karar = δόση, αναλογία

  • Ίσα - ίσα, όριο, δόση, μέτρο, κανονική ποσότητα

    • -Έν έχ' καράρ= ενεργεί χωρίς μέτρο

    • -Ήπιει του καράρι τ'= ήπιε όσο έπρεπε, πήρε τη δόση του
καράς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kara

  • Μαύρος

καρασεβντάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kara = μαύρος + sevda = έρωτας

  • Μελαγχολία αλλά και ερωτικός πόθος ή αγιάτρευτος έρωτας

καρατάρω Βλέπε:
καρατέρνου

Ετυμολογία: ιταλ. caratare

  • Υπολογίζω κατά προσέγγιση, δοκιμάζω να βρω την αναλογία

    • -Καρατάρσι πόσου λάδ' α βάλουμι!
Επίσης:
καρβουνιάρ'δις (οι)
  • Οι γυρολόγοι που πουλούσαν κάρβουνα

κάργια (η)

Ετυμολογία: τουρκ. karga = κόρακας

  • μτφ. φαύλος άνθρωπος

καρεγλίκ' (του)
  • Ξύλο σε τοίχο (π.χ. καφενείου) για να μην αφήνουν σημάδια οι καρέκλες στον τοίχο

καριγλέλ' (του)
  • Μικρή καρέκλα, μικρό σκαμνί

καρικ'τσής (ι)
  • Αυτός που ανοίγει τα καρίκια στα χωράφια

καρίκια (τα)
  • Οι αυλακώσεις στις οποίες φυτεύονται τα φυτά του καπνού, της ντομάτας κ.τ.λ.

    • -Γι' αρχηγός τραβούσι καρίκια τσι γι' άλλ' φτέβγαν τσι πηγαίνας κώλου - κώλου μεσ' του καρίκ' για να μη πατούς τα φυντάνια

    • -Καμνιά δικαριά καρίκια ντουματσιές
καρικλί (του)
  • Μικρή καρέκλα, το σκαμνί

καριστίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ενδιαφέρομαι

    • -Ποιός καριστίζ' για τούτου του κτήμα; = ποιός ενδιαφέρεται;
κάρκαδου (του)

Ετυμολογία: μσν. κάρκαλον < λατιν. caracalla και caracallis = είδος κουκούλας

  • Ακαθαρσία της μύτης (αποξηραμένη μύξα), πέτσα σε πληγή που αρχίζει να επουλώνεται, γενικώς κάθε στερεοποιημένο έκκριμα ζωικού οργανισμού

καρκατζέλα (η)
  • Πρόχειρη υπογραφή, κακογραφή, πρόχειρο και κακόγουστο σχήμα

καρκατζλιά (η)
  • Η μουτζούρα

καρκατζλιούδις (ι)
  • υποκορ. της λ. «καρκατζέλα»

    • -Του μουρέλι μ' ι Γώγους έκανι καρκατζλιούδις μές τουν Άγ'. Αντριά
καρναμπίτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. karnabıt

  • Το κουνουπίδι

καρνάτου πρόβατου
  • Κατάμαυρο (σαν το κάρβουνο)

καρνέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «κάρνου»

καρνιάζου

Ετυμολογία: κάρκανο > καρκανιάζω > καρνιάζω

  1. Γίνομαι κάρβουνο

  2. Στεγνώνει ο λαιμός μου από τη δίψα

κάρνου (του)
  • Το κάρβουνο

καρντάς (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kardaş = αδελφός, μτφ. σύντροφος

  • Σύντροφος, φίλος

καρούτα (η)
  • Μεταλλική στέρνα σχήματος τετράγωνου με πόρτα συρόμενη για να λιώνουν τον ασβέστη

καρπουζότσιφλου (του)
  • Φλούδα καρπουζιού

καρσ'λαγκίζου
  • Αντικρίζω από μακριά

καρσ'νός (ι)
  • Ο απέναντι, ο αντικρινός, βλ. και λ. «καρσί»

καρσί (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. karşı = απέναντι

  • Αντίκρυ, απέναντι

    • -Απού καρσί = από απέναντι

    • -Αβλάγκιαζα καρσί, λόγιαζα ένα ντουμάν'! Εν' ήξιρα ντα ήντου!

    • -Καρσί μ' ήρθις τσ' έκατσις σα μαραμένου πράσου
καρσιλίκ' (του)
  • Ευθυγράμμιση.

    • - Ήρθι στου καρσιλίκ' η πέρκα τσι τ'ς όρξα = ευθυγραμμίστηκε με το όπλο και τις έρριξα
καρτάλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kartal = αετός

  1. Είδος αϊτού

  2. Μεγαλόσωμο άτομο

καρτάλα (η)
  • Ψηλή και άγαρμπη γυναίκα

καρτέρ' (του)
  • Ειδικό δίχτυ για ψάρεμα μεγάλων ψαριών

καρτιάζου
  • γίνομαι σαν ξύλο, σκληραίνω

    • -Τούτου τ' αγγούρ' καρτιασμένου είνι
κάρτου (του)

Ετυμολογία: ιταλ.

  1. Το ¼ του μετζιτιού (τουρκ. νόμισμα)

  2. Τα 15 λεπτά της ώρας

καρτσνάδ (του)
  • Θαλασσινό ζωύφιο για δόλωμα

καρφιτσέλ' (του)
  • Η μικρή καρφίτσα

καρφουβέλουνας (ι)
  • Είδος μεγάλης καρφίτσας (τη βάζανε και στα καπέλα ως διακοσμητικό στοιχείο)

καρώνου

Ετυμολογία: αρχ. κάρος (= λήθαργος > καρόω-ώ (= πεθαίνω)

  1. Γίνομαι σκληρός σαν ξύλο, ξυλιάζω

    • -Καρώσασ' τα χέρια τ' = δεν μπορεί να τα κινήσει (είναι σαν ξυλιασμένα)
  2. Τεντώνω τα αυτιά μου σαν λαγός

    • -Του κακί κάρουσι τ' αυκιά τ' μόλις είδι του πιγ'κό!
  3. Φουντώνω

    • -Κάρουσι η φουκιά!
κασ'καρίκα (η)

Ετυμολογία: τουρκ. kaşkarıko = απάτη, κόλπο, ψέμα

  • Φάρσα, αστεϊσμός

κασαλίκια (τα)
  • Οι ξύλινες κάσες πάνω στις οποίες στηρίζονται οι πόρτες

κασάπ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kasap

  • Χασάπης

    • -Όξου στσι στσιές είχασ' κριμασμένα τα κριάτα γι κασάπδις. Γι Μαλίκους, γι Γιακγκίν'ς τσι γι γέρου Καραντών'ς.
κασέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «κάσα»

κασιάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Η βούρτσα-ξύστρα με την οποία ξύνουν τα ζώα για να τα καθαρίσουν και να τα απαλλάξουν από διάφορα ενοχλητικά ζωύφια.

κασιανίζου
  • Ξύνω με βούρτσα-ξύστρα το τρίχωμα των ζώων.

κασίδα (η)

Ετυμολογία: λατιν. cassis

  1. Χάλκινο στιλπνό κράνος

  2. Πάθηση τριχών της κεφαλής

κασίδας (ι) Βλέπε:
κασιδιάζου
  • Αρρωσταίνω από κασίδα (βλ. λ.)

κασιδιάρ'ς (ι)
  1. Αυτός που πάσχει από κασίδα, ο φαλακρός

  2. μτφ. ψωροπερήφανος, ακατάδεχτος

Επίσης:
κασκαβάλ' (του)

Ετυμολογία: ιταλ. caciocavallo ή τουρκ. kaşkaval = ποικιλία σκληρού τυριού από γάλα αγελάδας

Βλέπε:
κασκαβάν' (του)

Ετυμολογία: βλ. και λ. « κασκαβάλ'»

  • Κασέρι

    • -Άι κόψι κουμμάκ' κασκαβάν' να πιούμι τσι κανά πουρδουράτς, να παν τα ντέρκια κάτου

    • -Ένα λαδουτύρ', ένα ουλάτσιρου κασκαβάν', καταλαβαίν'ς…
Επίσης: