καστανιά (η)
  • Σκεύος μεταφοράς φαγητού (αρχικά καμωμένο από ξύλο καστανιάς)

καστανιόλα (η)
  • Τάβλα μεγάλου πάχους και μικρού μήκους, που είναι καρφωμένη πάνω στην κουπαστή της βάρκας. Έτσι η καστανιόλα προστατεύει την κουπαστή από την τριβή της. Την καστανιόλα και στη συνέχεια την κουπαστή διαπερνάει ο σκαρμός

κάτα (η)

Ετυμολογία: λατιν.

  • Γάτα

κατά πόδ' (επίρρ.)
  • Αμέσως μετά από κάποιον άλλον

    • -Έφ'γα γω τσι κατά πόδ' έφ'γι τσι γι αδιρφός μ'!
καταβόδιου (του)
  • Ο αποχαιρετισμός

καταβουδώνου

Ετυμολογία: μσν.καταυοδώνω

  • Αποχαιρετώ

κατάβουρνα
  • Τελείως βόρεια

    • -Του σπίκ' μας ε ζισταίνιτι του χ'μώνα, είνι κατάβουρνα.
κατάγιαλα (επίρρ.)
  • Κατά μήκος της ακροθαλασσιάς, δίπλα στη θάλασσα

καταθιού
  • Κατά το θέλημα του θεού

    • -Είνι καταθιού!
κατάκαρσι (επίρρ.)

Ετυμολογία: κατά + τουρκ. karşı = έναντι

  • Εντελώς απέναντι

καταμισί
  • Στη μέση

    • -Του μ'λαρ ήντου φουρτουμένου καλά. Γω καταμισί καλίτσιβγα
καταμούκουρα
  • Έχει βαριά σύννεφα

    • -Γι ουρανός είνι καταμούκουρα
καταντίπ (επίρρ.)

Ετυμολογία: κατά + ντιπ

  • Τελείως

    • -Κ'φάθτσις ντιπ καταντίπ
καταπιάνου
  • Ανάβω φωτιά

καταπιασίδια (τα)
  • Ξερά κλαδάκια, αστ'βές (βλ. λ.) και ξερά χόρτα κατάλληλα για προσάναμμα της φωτιάς (χούρχουρα)

κατάπιασμα (του)
  • Προσάναμμα

καταπιώνας (ι)
  • Λάρυγγας

    • -Ξηράστσι ι καταπιώνας μ' απ' κη δίψα!
Επίσης:
καταπνάρ (του) Βλέπε:
καταπουνώ

Ετυμολογία: κατά + πονέω < πόνος (= κόπος)

  • Νικώ κάποιον, εξουδετερώνω

κατασάμαρα (επίρρ.)

Ετυμολογία: κατά + σαμάρι

  • Στο κέντρο του σαμαριού του ζώου, ανάμεσα στα δύο φορτωμένα σακιά

κατασταλαχκή
  • Βρασμένη στάχτη (την αφήνανε να κατασταλάξει και χρησιμοποιούσαν το νερό για παρασκευή γλυκών).

κατασύρνου
  • Κατεβάζω, συμπαρασύρω

    • -Τι κατέσυρι ι πουταμός ε λέγιτι!
κατασφαλ'μός (ι)
  • Κατάσταση όπου τα πάντα είναι ερμητικά κλειστά.

    • -Μόλις νυχτώσ' στσι πόρτις τσι στα παναθύρια πέφκ' κατασφαλ'μός.
κατατσέφαλα (επίρρ.)
  • Κατακέφαλα, κατά πάνω στο κεφάλι

καταχειρίζου
  • Δέρνω κάποιον, αυτοδικώ.

κατέφλιους (ι)

Ετυμολογία: μσν.κατέφλιον

  • Το κατώφλι

κατζιλάτα πρόβατα
  • Με ίσια (σαν κάγκελα) κέρατα

κατζιλόπουρτα (η)
  • Η καγκελόπορτα

κάτζιλου (του)

Ετυμολογία: μσν. κάγκελο

  • Το κάγκελο

κάτζνας (ι) Βλέπε:
κατζνιά (η) Βλέπε:
κατζνιάζου Βλέπε:
κατζουρίδα (η) Βλέπε:
κατί (του) Βλέπε:
κατιβασιά (η)
  1. Η κήλη στους όρχεις

  2. Ψύξη στο πρόσωπο.

κατίμπουντου (του)
  • Το στενόμακρο καρπούζι

Κατίνκου (η)
  • Το όνομα «Κατίνα» ή «Κατερίνα»

κατιφές (ι) Βλέπε:
κατμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. katma = πρόσθετο κομμάτι

  • μτφ. ο ανεπίδεκτος μαθήσεως μαθητής

κατμίζου
  • Γέρνω το κεφάλι μπροστά από τον ύπνο

    • -Πουλλοί κατμίζαν αλλ' ε του κ'νούσαν να παγαίνουν!
κατνακάρκου αυγό (του)
  • Το γερό αυγό, που σπάει τα άλλα στο τσούγκρισμα (κατά το πασχαλινό έθιμο)

κατνακάρου Βλέπε:
κατό (αριθμητικό)
  • Εκατό

    • -Φέτους πρέπ' να ξιπιράσου τα κατό κιλά λάδ'
κατουμμύργια (τα)
  • Εκατομμύρια

    • -Γω τα πήκα ούλα, γω! Είδις μουτσνάρις; Ντα λέγ'ς δασκάλ'σσα α τα πάρου τα κατουμμύργια;
κατούνα (η) Βλέπε:
κατουρλίστρα (η)
  • Πυώδες απόστημα που σχηματιζόταν στα πέλματα των ποδιών (πίστευαν ότι η μόλυνση προερχόταν από πάτημα πάνω σε κάτουρα βοδιού, μουλαριού, γαϊδάρου κ.τ.λ.)

    • - Ήλιγι πως είχι κατουρλίστρα στου πουδάρ' τσι τούπι η θειά τ' η Παναγ'τούδα να πα να του βκήξ' στου γιαλό
κατουρμένα (τα)
  1. Τα ρούχα που έχουν ποτισθεί με ούρα.

  2. μτφ. η αποχώρηση από κάποια σχέση ή δεσμό στη φράση:

    • - Πήρι τα κατουρμένα τ'ς τσ' έφ'γι = έφυγε με κατεβασμένο κεφάλι.
κάτους (ι)

Ετυμολογία: λατιν.

  • Γάτος

κατουστάρ' (του)
  • Εκατό δραχμές

κατουσταρούκλα (η)
  • Εκατό δραχμές (δίνοντας έμφαση στο λόγο και στην αξία του χαρτονομίσματος)