καρώνου
Ετυμολογία:
αρχ. κάρος (= λήθαργος > καρόω-ώ (= πεθαίνω)
-
Γίνομαι σκληρός σαν ξύλο, ξυλιάζω
-
-Καρώσασ' τα χέρια τ' = δεν μπορεί να τα κινήσει (είναι σαν ξυλιασμένα)
-
Τεντώνω τα αυτιά μου σαν λαγός
-
-Του κακί κάρουσι τ' αυκιά τ' μόλις είδι του πιγ'κό!
-
Φουντώνω