Βρέθηκε το λήμμα
καρώνου

Ετυμολογία: αρχ. κάρος (= λήθαργος > καρόω-ώ (= πεθαίνω)

  1. Γίνομαι σκληρός σαν ξύλο, ξυλιάζω

    • -Καρώσασ' τα χέρια τ' = δεν μπορεί να τα κινήσει (είναι σαν ξυλιασμένα)
  2. Τεντώνω τα αυτιά μου σαν λαγός

    • -Του κακί κάρουσι τ' αυκιά τ' μόλις είδι του πιγ'κό!
  3. Φουντώνω

    • -Κάρουσι η φουκιά!