Βρέθηκε το λήμμα
καρκατζλιούδις (ι)
  • υποκορ. της λ. «καρκατζέλα»

    • -Του μουρέλι μ' ι Γώγους έκανι καρκατζλιούδις μές τουν Άγ'. Αντριά