Βρέθηκε το λήμμα
καρσί (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. karşı = απέναντι

  • Αντίκρυ, απέναντι

    • -Απού καρσί = από απέναντι

    • -Αβλάγκιαζα καρσί, λόγιαζα ένα ντουμάν'! Εν' ήξιρα ντα ήντου!

    • -Καρσί μ' ήρθις τσ' έκατσις σα μαραμένου πράσου