Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: βλ. και λ. « κασκαβάλ'»
Κασέρι
Ετυμολογία: ιταλ. caciocavallo ή τουρκ. kaşkaval = ποικιλία σκληρού τυριού από γάλα αγελάδας