Βρέθηκε το λήμμα
κασκαβάν' (του)

Ετυμολογία: βλ. και λ. « κασκαβάλ'»

  • Κασέρι

    • -Άι κόψι κουμμάκ' κασκαβάν' να πιούμι τσι κανά πουρδουράτς, να παν τα ντέρκια κάτου

    • -Ένα λαδουτύρ', ένα ουλάτσιρου κασκαβάν', καταλαβαίν'ς…
Σχετικές λέξεις
κασκαβάλ' (του)

Ετυμολογία: ιταλ. caciocavallo ή τουρκ. kaşkaval = ποικιλία σκληρού τυριού από γάλα αγελάδας