Βρέθηκε το λήμμα
καρασεβντάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kara = μαύρος + sevda = έρωτας

  • Μελαγχολία αλλά και ερωτικός πόθος ή αγιάτρευτος έρωτας