Βρέθηκε το λήμμα
κασιδιάρ'ς (ι)
  1. Αυτός που πάσχει από κασίδα, ο φαλακρός

  2. μτφ. ψωροπερήφανος, ακατάδεχτος

Σχετικές λέξεις
κασίδας (ι)