Βρέθηκε το λήμμα
καρνιάζου

Ετυμολογία: κάρκανο > καρκανιάζω > καρνιάζω

  1. Γίνομαι κάρβουνο

  2. Στεγνώνει ο λαιμός μου από τη δίψα