Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: κάρκανο > καρκανιάζω > καρνιάζω
Γίνομαι κάρβουνο
Στεγνώνει ο λαιμός μου από τη δίψα