καντζικλιά (η)
  • Η μικροαπάτη, η ζαβολιά, η πονηριά

καντζικλιάρ'ς (ι)
  • Ζαβολιάρης

καντήλα (η)
  • Γυάλινο, χοντρό ποτήρι, που το χρησιμοποιούσαν και σαν μονάδα μέτρησης (200 δράμια)

    • -Ήπια δυό καντήλις νιρό!
καντήλες (οι)
  • Βεντούζες (ειδικκά ποτήρια για θεραπεία κρυολογήματος. Πάνω σε ένα πιρούνι τύλιγαν ένα βαμβάκι, το βουτούσαν στο οινόπνευμα, το άναυαν και αφού το έβαζαν μέσα στο ειδικό ποτήρι (την καντήλα) για να ζεσταθεί, κολλούσαν το ποτήρι στην πλάτη του παιδιού, με αποτέλεσμα να δημιουργείται τοπική υπεραιμία και να μειώνονται τα συμπτώματα του κρυολογήματος).

καντιλίτς (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Περιοχή δικαιοδοσίας καδή

  2. Στην έκφραση: Γυρίσαμι του καντιλίτς = όλη την περιοχή, όλο τον κόσμο

καντιμσής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ο γρουσούζης, ο κατεργάρης

καντίνι (του)
  • Στην έκφραση: Πα στου καντίνι τ'ς κάθιτι = είναι έτοιμη να θυμώσει.

καντιφές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kadıfe = Βελούδο

  1. Βελούδο από μετάξι

  2. το λουλούδι πανσές

Επίσης:
καντλέρ (του)
  1. Καντήλι

  2. το φαναράκι που μεταφέρει φως (λιγοστό φως)

καντνέλ' (του)
  • Η καρδερίνα

καντρέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «κάντρου = κάδρο»

καπ'στρόσνου (του)
  • Σχοινί για καπίστρι

    • -Γι γάιδαρους ήντου χουρίς καπ'στρόσνου
καπαζλαμά

Ετυμολογία: τουρκ. kapak = καλύπτω

  • Πρόσθετο κάλυμμα σε κατασκευή κ.τ.λ.

καπάκ' (του)
  • Γενικά το καπάκι αλλά και ειδικά το κυκλικό ξύλινο καπάκι με το οποίο κλείνουν το «φάλ'» (βλ. λ.) μιας βάρκας

καπαλιαίνου
  • Σχηματίζω κρούστα (γίνεται σε πληγές)

κάπαλου (του)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Η κρούστα σε μια πληγή

καπάντζα (η)

Ετυμολογία: τουρκ. kapanca = μικρή παγίδα

  • Ξύλινο,τετράγωνο ή μακρόστενο σκέπασμα της εσωτερικής σκάλας των δίπατων σπιτιών. Μ' αυτή απομόνωναν το πάνω απ' το κάτω πάτωμα2) Ρολό μαγαζιού

καπαντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Σκεπάζω

  2. Στερώ τον αέρα

    • -Καπάντσι κ' φουκιά = Σκέπασέ την για να σβήσει, στέρησέ της τον αέρα.
καπαντίζουμι

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ψυχοπλακώνομαι, στενοχωριέμαι, ανάβω, ζεσταίνομαι πολύ, δυσκολεύομαι να αναπνεύσω

καπατσιάζου
  • Καπακώνω

κάπες (οι)
  • Άσπρα μεγάλα σύννεφα σαν σαντιγί

καπίστρ' (του)

Ετυμολογία: υποκορ.του κάπιστρον, μσν. καπίστριον

  • Χαλινάρι υποζυγίων

καπιστρώνου
  • Βάζω το χαλινάρι σε ζώο.

    • -Καπίστρουσι του γάιδαρου να τουν καβαλ'τσέψ' του μουρό
καπλαγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. kapladı, αόρ. του ρ. kaplamak = καλύπτω, περιβάλλω, επενδύω

  1. καλύπτω μια επιφάνεια με καπλαμά

  2. ντύνω το πάπλωμα με ραμμένο σεντόνι -Καπλάγκσι του πάπλουμα τ'ς μι του πιο όμουρφου σιντόνι τ'ς

  3. ντύνω με προστατευτικό χαρτί τα εξώφυλλα βιβλίου ή τετραδίου

  4. αποκτώ μεγάλο χώρο -Καπλάγκσι ούλου του τόπου!

καπλάγκσμα (του)

Ετυμολογία: τουρκ. βλ. λ. καπλαγκίζου

  • Κάλυψη επιφανειών, ντύσιμο αντικειμένων

καπλαντουβιλόνα (η)
  • Η βελόνα που χρησιμοποιούσαν για το καπλάντισμα

καπλαντουσέντουνου (του)
  • Σεντόνι με το οποίο έντυναν το πάπλωμα

καπλουδέκ'ς (ι)
  1. Εξάρτημα του σαμαριού, δερμάτινο, στα καπούλια (στα νώτα) των μεγάλων τετραπόδων.

  2. Μικρές θαλασσιές χάντρες.

    • -Έμ να σαμάρια είνι, καπίστρια είνι, μ'σές είνι, καπλουδέτις είνι
καπνόσπαγκους (ι)
  • Σπάγκος με τον οποίο έδεναν τα δέματα καπνού (ντένγκια)

καπνουλάς (ι)
  • Αυτός που φυτεύει το χωράφι του με καπνά

    • -Γέμσι ι πλάτανους (δηλ. η πλατεία του χωριού) καπνουλάδις!
κάπουτις
  • Άλλοτε, κάποτε

κάπς (η)
  • Η μεγάλη ζέστη, λάβρα, καύσωνας

καπυριάδα (η)

Ετυμολογία: αρχ. καπυρός = ξηρός, αποξηραμένος

  • Ψημένη και από τις δύο πλευρές φέτα ψωμιού που τη βουτούσαν σε φρέσκο λάδι και στη συνέχεια την πασπάλιζαν με ζάχαρη. (συνήθως γινόταν στα ελαιοτριβεία στο χρόνο αναμονής έκθλιψης του ελαιοκάρπου.)

    • -Ε θ'μάσι μπε κ' καπυριάδα που τρώγαμι στ' Κλέρχ' Ντιμίρ' κ' μηχανή;
καρ'δότσιφ'λου (του)
  • Το τσόφλι του καρυδιού

καρα

Ετυμολογία: τουρκ. kara = πρόθεμα: μαύρο-

  • πρώτο συνθετικό που επιτείνει τη σημασία του δεύτερου συνθετικού

    • -Είνι μια καραπουτάνα φκη!
καραβάνα
  • Στη Φρ. τούτα π' λέγς είνι λόγια τ'ς καραβάνας = Ανάξια λόγου

καραβόσκαρου (του)
  • Είδος καϊκιού που μοιάζει με καράβι

καράζ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ

  • Το πείσμα, το μίσος

    • -Καράζ' βαστά= είναι πεισματωμένος
καραζινά (επίρρ.)
  • Επίτηδες και με πείσμα

    • -Του κάν' καραζινά για να πειράζ'
καραζλής (ι)
  • Ο πεισματάρης

καρά-καχπέ (η)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Πόρνη, πρόστυχη και ανήθικη γυναίκα, τσούλα

καρακούσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Αετός

  2. Μηνίσκος αλόγου

    • -Τ' άλουγου κατέβασι καρακούσια
καραμ'φύλια (τα)
  • Γαρύφαλλα για ξεμάτιασμα

    • -Α ντουν μακιάσασ'. Φέρι μ' τριά καραμ'φύλια, να τουν σταυρώσου, να γειάν' = να γίνει καλά.
καραμέλα (η)
  • Παραδοσιακό γλυκό της Ερεσού. Γίνεται με αναλογία 4 γάλα πρόβιο και 1 ζάχαρη. Ψήνεται για 3 ώρες σε ταψί και κόβεται σε κομμάτια

καραμέτ (του)
  • Το βάρος με την έννοια της ευθύνης

    • -Πήρι ούλου του καραμέτ απάνου τ'!
καραμπάσ'κα πρόβατα (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. karabaş

  • Πρόβατα με μαύρο κεφάλι και λευκό σώμα

καραμπουγιά (η)
  • Βαφή μαύρου χρώματος

καραμπουζουκλής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kara = μαύρος + biyikli = μυστακίας

  • Μαυρομούστακος

καραμπουρούν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. karaburun = Μαυρομύτης

  • Είδος σταφυλιού (το μαυροστάφυλλο)

καραντί (του)
  1. Σωστός άνθρωπος, αξιόχρεος

  2. Ανθρώπινη σιλουέτα, φιγούρα, σκιά που τη διακρίνουμε αμυδρά από μακριά

    • -Άξ'παντα είδα ένα καραντί πίσου απ' του ντουβάρ