Γυάλινο, χοντρό ποτήρι, που το χρησιμοποιούσαν και σαν μονάδα μέτρησης (200 δράμια)
Βεντούζες (ειδικκά ποτήρια για θεραπεία κρυολογήματος. Πάνω σε ένα πιρούνι τύλιγαν ένα βαμβάκι, το βουτούσαν στο οινόπνευμα, το άναυαν και αφού το έβαζαν μέσα στο ειδικό ποτήρι (την καντήλα) για να ζεσταθεί, κολλούσαν το ποτήρι στην πλάτη του παιδιού, με αποτέλεσμα να δημιουργείται τοπική υπεραιμία και να μειώνονται τα συμπτώματα του κρυολογήματος).
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΠεριοχή δικαιοδοσίας καδή
Στην έκφραση: Γυρίσαμι του καντιλίτς = όλη την περιοχή, όλο τον κόσμο
Γενικά το καπάκι αλλά και ειδικά το κυκλικό ξύλινο καπάκι με το οποίο κλείνουν το «φάλ'» (βλ. λ.) μιας βάρκας
Ετυμολογία: τουρκ. kapanca = μικρή παγίδα
shareΞύλινο,τετράγωνο ή μακρόστενο σκέπασμα της εσωτερικής σκάλας των δίπατων σπιτιών. Μ' αυτή απομόνωναν το πάνω απ' το κάτω πάτωμα2) Ρολό μαγαζιού
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΣκεπάζω
Στερώ τον αέρα
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΨυχοπλακώνομαι, στενοχωριέμαι, ανάβω, ζεσταίνομαι πολύ, δυσκολεύομαι να αναπνεύσω
Ετυμολογία: τουρκ. kapladı, αόρ. του ρ. kaplamak = καλύπτω, περιβάλλω, επενδύω
shareκαλύπτω μια επιφάνεια με καπλαμά
ντύνω το πάπλωμα με ραμμένο σεντόνι -Καπλάγκσι του πάπλουμα τ'ς μι του πιο όμουρφου σιντόνι τ'ς
ντύνω με προστατευτικό χαρτί τα εξώφυλλα βιβλίου ή τετραδίου
αποκτώ μεγάλο χώρο -Καπλάγκσι ούλου του τόπου!
Ετυμολογία: τουρκ. βλ. λ. καπλαγκίζου
shareΚάλυψη επιφανειών, ντύσιμο αντικειμένων
Εξάρτημα του σαμαριού, δερμάτινο, στα καπούλια (στα νώτα) των μεγάλων τετραπόδων.
Μικρές θαλασσιές χάντρες.
Αυτός που φυτεύει το χωράφι του με καπνά
Ετυμολογία: αρχ. καπυρός = ξηρός, αποξηραμένος
shareΨημένη και από τις δύο πλευρές φέτα ψωμιού που τη βουτούσαν σε φρέσκο λάδι και στη συνέχεια την πασπάλιζαν με ζάχαρη. (συνήθως γινόταν στα ελαιοτριβεία στο χρόνο αναμονής έκθλιψης του ελαιοκάρπου.)
Ετυμολογία: τουρκ. kara = πρόθεμα: μαύρο-
shareπρώτο συνθετικό που επιτείνει τη σημασία του δεύτερου συνθετικού
Γαρύφαλλα για ξεμάτιασμα
Παραδοσιακό γλυκό της Ερεσού. Γίνεται με αναλογία 4 γάλα πρόβιο και 1 ζάχαρη. Ψήνεται για 3 ώρες σε ταψί και κόβεται σε κομμάτια
Ετυμολογία: τουρκ. karaburun = Μαυρομύτης
shareΕίδος σταφυλιού (το μαυροστάφυλλο)
Σωστός άνθρωπος, αξιόχρεος
Ανθρώπινη σιλουέτα, φιγούρα, σκιά που τη διακρίνουμε αμυδρά από μακριά