Βρέθηκε το λήμμα
καράρ (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. karar = δόση, αναλογία

  • Ίσα - ίσα, όριο, δόση, μέτρο, κανονική ποσότητα

    • -Έν έχ' καράρ= ενεργεί χωρίς μέτρο

    • -Ήπιει του καράρι τ'= ήπιε όσο έπρεπε, πήρε τη δόση του