Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. karar = δόση, αναλογία
Ίσα - ίσα, όριο, δόση, μέτρο, κανονική ποσότητα