Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. κάρκαλον < λατιν. caracalla και caracallis = είδος κουκούλας
Ακαθαρσία της μύτης (αποξηραμένη μύξα), πέτσα σε πληγή που αρχίζει να επουλώνεται, γενικώς κάθε στερεοποιημένο έκκριμα ζωικού οργανισμού