Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. kaşkarıko = απάτη, κόλπο, ψέμα
Φάρσα, αστεϊσμός