Τελείως ξερός, τελείως στεγνός
Ετυμολογία: ιταλ. cucuzza (= κορυφή κωνική, πυρήνας καρπού) + έλα (κατάλ.)
shareΌμορφα κεντητά πετσετάκια που σκέπαζαν τα κουμάρια με νερό
καρπός του αγριόπευκου και της κουκουναριάς
είδος θαλάσσιου οργανισμού που κολλά στις πέτρες της ακρογιαλιάς (εκλεκτός μεζές ούζου)
Ετυμολογία: τουρκ. kolay = η άνεση με την οποία εκτελώ μια εργασία, εύκολα, ευκολία
share
Πράγμα
Τρόπος, μέθοδος, ευχέρεια
Αιδοίο, πέος (στον πληθ. κουλάγια = ανδρικά γεννητικά όργανα)
Κάνω κάποιον κουλό
Ετυμολογία: τουρκ. kullandı, αόρ. του kullanmak = χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι
shareΜεταχειρίζομαι, φέρνω βόλτα, κουμαντάρω
Ετυμολογία: τουρκ. kılavuz = ο οδηγός σε μια πορεία
shareΚαβουράκι που προειδοποιεί το όστρακο να κλείσει ενόψει κινδύνου
Μεγάλος κώλος.
Ετυμολογία: κολέθρα και χολέδρα μτγν. (= υδρορροή)
shareΞύλινη υποδοχή σιταριού για άλεσμα σε αλευρόμυλο ή μεταλλική με δύο περιστρεφόμενες πέτρες για το σπάσιμο του ελαιοκάρπου και τη μετατροπή του σε πολτό (χαμούρ)
Mεγάλος κολιός (ψάρι)
Η άρμη από κολιούς, κάτι που είναι πολύ αρμυρό
Ετυμολογία: λατιν. collega = συνάρχοντας, συμμέτοχος < colligo,colligere = συλλέγω, αθροίζω
shareΑυτός που καλλιεργεί ξένο κτήμα ή βόσκει ξένο κοπάδι και μοιράζεται τα παραγόμενα προϊόντα με τον ιδιοκτήτη, αυτός που δουλεύει με επαχθείς όρους σε ξένη ιδιοκτησία
Σύντροφος, ομοϊδεάτης, σ'νάφ' (βλ. λ.)
Περιοχή με μικρές γούρνες γεμάτες νερό όπου έχτιζαν ένα ξενοτρόχαλο σπιτάκι που το σκέπαζαν με αστιβές και εκεί κρύβονταν οι κυνηγοί για να σκοτώσουν πέρδικες που πήγαιναν για νερό.
Ετυμολογία: κώλος + ουρά + δι (κατάλ.)
shareΟ κόκκυγας αλλά και η ουρά του προβάτου
Ο κολλημένος
Μικρά ψωμιά που τα έψηναν στο φούρνο σε ταψιά, αφού προηγουμένως τα έβαζαν στην πινακωτή για να φουσκώσουν. Τα άλειβαν με λάδι για να μην κολλάνε μεταξύ τους. Έθιμο πασχαλινό ή και σε γάμους.
Αποκριάτικο παιχνίδι (με ένα μαντήλι στο οποίο έδεναν ένα κόμπο)
Κουβάρι
Ετυμολογία: κώλος + βαράω < μσν. βαρώ (= πιέζω με το βάρος μου)
shareΑργοπορώ, καθυστερώ
Κολοβό σκυλί
μτφ. προσβλητική έκφραση
Σακατεύομαι, κοψομεσιάζομαι από το πολύ βάρος που σηκώνω
Ετυμολογία: κώλος + σπογγίζω
shareΚάτι άχρηστο, για πέταμα, συνήθως ένα παλιό ύφασμα (παλιόπανο) που το είχαν κρεμασμένο στο αποχωρητήριο του παλιού καιρού και που - ελλείψει χαρτιού - σκουπίζονταν μ' αυτό, αφού έψαχναν να βρουν ένα καθαρό σημείο του
Κολλάω κοντά, ζητώ κάτι επίμονα και φορτικά, γίνομαι φορτικός για να επιτύχω τον σκοπό μου
Φυτό με λουλούδια που κολλάνε
μτφ. ο ενοχλητικός άνθρωπος (εκείνος που προσκολλάται σε άλλους)