κούκουρους (ι)
  • Τελείως ξερός, τελείως στεγνός

    • -Μόλις φύγαμι έπισα κούκουρους, ούτι πρόλαβα να πάου στου σπίκ'

    • -Γη βρύσ' ήντου ξιρή, κούκουρ, στρατζιά νιρό
κουκτζέλες (οι)

Ετυμολογία: ιταλ. cucuzza (= κορυφή κωνική, πυρήνας καρπού) + έλα (κατάλ.)

  1. Όμορφα κεντητά πετσετάκια που σκέπαζαν τα κουμάρια με νερό

  2. καρπός του αγριόπευκου και της κουκουναριάς

κουλ'βόζ'μου (του) Βλέπε:
κουλ'κέλια (τα)
  • Ψωμάκια (υποκορ. της λέξης «κουλίτσια»)

κουλ'μπάτς (του)
  • Αποκριάτικο παιχνίδι με κύρια αντικείμενα ένα δαχτυλίδι και μια πετσέτα

κουλ'ταριά (η)
  • Η στενή επαφή, το ερωτικό κόλλημα δύο ανθρώπων ή ζώων

    • -Τσ'είδαν κουλ'ταριά μέσ' του πουταμό!

    • -Οι σαλιάτς ήντας κουλ'ταριές - κουλ'ταριές.
Επίσης:
κουλ'φάς (ι)
  • είδος θαλάσσιου οργανισμού που κολλά στις πέτρες της ακρογιαλιάς (εκλεκτός μεζές ούζου)

κούλα (η)

Ετυμολογία: τουρκ. kule = πύργος

  • Εξοχική κατοικία, αγροικία

κουλάγ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kolay = η άνεση με την οποία εκτελώ μια εργασία, εύκολα, ευκολία

  1. Πράγμα

    • -Φερι ένα κουλάγ' να ξιστυμπώσου του κιούνγκ'

    • -Μάζιψι τα κουλάγια σ' τσι διέβινι, λείψι απ' του τσιφάλι μ'

    • -Η Άγιους ήντου μεσ' ένα χάλασμα τσ' είχα πάγ' ούλα τα κουλάγια (δηλ όλα τα απαραίτητα πράγματα) τσ' άναβα πότι πότι του καντήλ'
  2. Τρόπος, μέθοδος, ευχέρεια

    • -Πήρι του κουλάγ' = έμαθε τον τρόπο να κάνει κάτι.

    • -Κουλάγ' τουν έκανα του λαγό = βρήκα τον τρόπο να τον σκοτώσω, τον κατάφερα
  3. Αιδοίο, πέος (στον πληθ. κουλάγια = ανδρικά γεννητικά όργανα)

    • -Έβγαλι του κουλάγι τ'ς στου μιγ'ντάν' τσι δε βαριέσι

    • -Πρόσιξι καλά, μη σ' ξιρζώσου τα κουλάγια σ'!

    • -Σφάλι (κλείσε) τα πουρτέλα σ', μπρουβαίρν' του κουλάγι σ'
Επίσης:
κουλαγιαντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Συμμαζεύω

κουλαίνου
  • Κάνω κάποιον κουλό

    • - Να κλαθούν τα χέρια σ' Σ'μέλ' φουνιά (να καταστούν ανάπηρα, να κοπούν)
κουλανταρίζου

Ετυμολογία: τουρκ. kullandı, αόρ. του kullanmak = χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι

  • Μεταχειρίζομαι, φέρνω βόλτα, κουμαντάρω

    • -Τα μυαλά που κουλανταρίζ'ς (με τα μυαλά που έχεις) ε μπρόκιτι να κάν'ς προυκουπή τσι χαΐρ.
Επίσης:
κουλαντρίζου Βλέπε:
κουλαούζους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kılavuz = ο οδηγός σε μια πορεία

  • Καβουράκι που προειδοποιεί το όστρακο να κλείσει ενόψει κινδύνου

κουλάρα (η)
  • Μεγάλος κώλος.

    • -Ε βλέπ'ς μπρε που γέμ'σι ι γιαλός μας γυμνές β'ζάρις τσι κουλάρις, τσι λουγιάζουμι απ' κι γκόχ' κ' μακιού;. Α τσ' άσπρις φρατζουλάρις είνι.
κούλε κούλε
  • Μη στάξει και μη βρέξει

κουλέθρα (η)

Ετυμολογία: κολέθρα και χολέδρα μτγν. (= υδρορροή)

  • Ξύλινη υποδοχή σιταριού για άλεσμα σε αλευρόμυλο ή μεταλλική με δύο περιστρεφόμενες πέτρες για το σπάσιμο του ελαιοκάρπου και τη μετατροπή του σε πολτό (χαμούρ)

κουλιάντιρου (του)

Ετυμολογία: κόλον + έντερον

  • Το παχύ έντερο

κουλιάρα (η)
  • Mεγάλος κολιός (ψάρι)

    • -Λάτι δώστι μια δραχμάρα για να πάρτι μια κουλιάρα (φώναζε ο ψαράς του χωριού)
κουλιάρμ' (η)
  • Η άρμη από κολιούς, κάτι που είναι πολύ αρμυρό

    • -Κουλιάρμ' μπε είνι! Έ τρώγιτι του φαΐ
κουλίγας (ι)

Ετυμολογία: λατιν. collega = συνάρχοντας, συμμέτοχος < colligo,colligere = συλλέγω, αθροίζω

  1. Αυτός που καλλιεργεί ξένο κτήμα ή βόσκει ξένο κοπάδι και μοιράζεται τα παραγόμενα προϊόντα με τον ιδιοκτήτη, αυτός που δουλεύει με επαχθείς όρους σε ξένη ιδιοκτησία

  2. Σύντροφος, ομοϊδεάτης, σ'νάφ' (βλ. λ.)

κουλίμπα (η)
  • Περιοχή με μικρές γούρνες γεμάτες νερό όπου έχτιζαν ένα ξενοτρόχαλο σπιτάκι που το σκέπαζαν με αστιβές και εκεί κρύβονταν οι κυνηγοί για να σκοτώσουν πέρδικες που πήγαιναν για νερό.

κουλιουράδ' (του)

Ετυμολογία: κώλος + ουρά + δι (κατάλ.)

  • Ο κόκκυγας αλλά και η ουρά του προβάτου

κουλλ'μένους (ι)
  • Ο κολλημένος

    • -Στουν κοίχου κουλλ'μένους = πολύ φτωχός, σε δύσκολη θέση γενικά
κουλλητήρ' (του)
  • μτφ. ο ενοχλητικός άνθρωπος

κουλλίτσια (τα)
  • Μικρά ψωμιά που τα έψηναν στο φούρνο σε ταψιά, αφού προηγουμένως τα έβαζαν στην πινακωτή για να φουσκώσουν. Τα άλειβαν με λάδι για να μην κολλάνε μεταξύ τους. Έθιμο πασχαλινό ή και σε γάμους.

κουλμπάτσ' (του)
  1. Αποκριάτικο παιχνίδι (με ένα μαντήλι στο οποίο έδεναν ένα κόμπο)

  2. Κουβάρι

    • -Τα ρούχα γίνκασ' κουλμπάτσ' = Λόγω του αέρα τυλίχτηκαν γύρω από το σχοινί όπου ήταν κρεμασμένα για να στεγνώσουν
κουλόβαρκα (η)
  • Είδος πλεούμενου με «καθρέφτη» (= ίσια σανίδα) στην πρύμνη

κουλόπανα (τα)

Ετυμολογία: κώλος + πανί

  • Πανιά για να τυλίγουν τα βυζανιάρικα

κουλότσιπ' (η)
  • Η πίσω τσέπη του πανταλονιού

κουλουβαρώ

Ετυμολογία: κώλος + βαράω < μσν. βαρώ (= πιέζω με το βάρος μου)

  • Αργοπορώ, καθυστερώ

κουλουβό σλάρ (του)
  1. Κολοβό σκυλί

  2. μτφ. προσβλητική έκφραση

    • -Βρε του κουλουβό σλάρ, ντα πήγι τσι ποίτσι; (τι έκανε;)
κουλουβό στάρ (του)
  • Είδος σιταριού χωρίς «ουρά»

κουλουκόβγου

Ετυμολογία: κώλος + κόπτω

  • Σακατεύω, κοψομεσιάζω κάποιον από το πολύ φορτίο

κουλουκόβγουμι
  • Σακατεύομαι, κοψομεσιάζομαι από το πολύ βάρος που σηκώνω

    • -Του τσβάλ' ήντου πουλύ βαρύ. Κουλουκόπκα!
κουλουκουμμένους (ι)
  • Σακατεμένος, κοψομεσιασμένος

κουλουκυθιά (η)
  • Αποκριάτικο παιχνίδι

κουλουμπαράς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. koulampara

  • Κωλομπαράς (ενεργητικός ομοφυλόφιλος)

κουλούρα (η)
  • Εξάρτημα του αλόγου όπου έδεναν τα λουριά του αραμπά

κουλουσέρνουμι

Ετυμολογία: κώλος + σέρνω

  • Σέρνομαι με τον πισινό

κουλουσφίξ' (η)

Ετυμολογία: κώλος + αρχ. σφίγγω

  • Στενοχώρια, τρεχάματα

κουλουσφούτζ' (του)

Ετυμολογία: κώλος + σπογγίζω

  • Κάτι άχρηστο, για πέταμα, συνήθως ένα παλιό ύφασμα (παλιόπανο) που το είχαν κρεμασμένο στο αποχωρητήριο του παλιού καιρού και που - ελλείψει χαρτιού - σκουπίζονταν μ' αυτό, αφού έψαχναν να βρουν ένα καθαρό σημείο του

κουλουτσ'θιά (η)
  • Η κολοκυθιά

κουλουφουκιά (η)

Ετυμολογία: κώλος + φωτιά

  • Η πυγολαμπίδα, το ασθενικό φως

κουλταριά (η) Βλέπε:
κουλτζήδες (οι)

Ετυμολογία: τουρκ. kolku

  • Σωματοφύλακες

κουλτούγκια (τα)
  • Στη φρ.:

    • -Σ'κών' τα κουλτούγκια = κάνει επίδειξη
κουλτούκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. koltuk = πολυθρόνα

  • Μασχάλη

κουλτσιάζου
  • Κολλάω κοντά, ζητώ κάτι επίμονα και φορτικά, γίνομαι φορτικός για να επιτύχω τον σκοπό μου

    • -Κουλτσιάσατι πλιά!
κουλτσίδα (η)
  1. Φυτό με λουλούδια που κολλάνε

  2. μτφ. ο ενοχλητικός άνθρωπος (εκείνος που προσκολλάται σε άλλους)