Βρέθηκε το λήμμα
κουλανταρίζου

Ετυμολογία: τουρκ. kullandı, αόρ. του kullanmak = χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι

  • Μεταχειρίζομαι, φέρνω βόλτα, κουμαντάρω

    • -Τα μυαλά που κουλανταρίζ'ς (με τα μυαλά που έχεις) ε μπρόκιτι να κάν'ς προυκουπή τσι χαΐρ.
Σχετικές λέξεις
κουλαντρίζου