Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. kullandı, αόρ. του kullanmak = χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι
Μεταχειρίζομαι, φέρνω βόλτα, κουμαντάρω