Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: κώλος + βαράω < μσν. βαρώ (= πιέζω με το βάρος μου)
Αργοπορώ, καθυστερώ