Ετυμολογία: τουρκ. kılıf = θήκη
shareΤο κέλυφος από ξηρό καρπό ή από αυγό
Το εξωτερικό ντύσιμο μαξιλαριού
Φεύγω γρήγορα απειλούμενος
Ετυμολογία: τουρκ. koz
shareΣε ορισμένα χαρτοπαίγνια το ισχυρό φύλλο που κερδίζει τα υπόλοιπα
Αναγνωριστική χαραγή στο αυτί του προβάτου (σε σχήμα μισοφέγγαρου με το άνοιγμα προς τα έξω)
Ετυμολογία: κόλλυβα + ζωμός
shareΖουμί από κόλλυβα
Ετυμολογία: μσν. κοντόττα ¸ ιταλ. condotta < λατιν . conducti = μισθωτοί < conduco, conducere = συνάγω, μισθώνω
shareΕτήσια εισφορά δρχ 1000 που καταβαλλόταν από 60 οικογένειες του χωριού, μετά τον πόλεμο, σε ξενόφερτο γιατρό προκειμένου να έχουν πλήρη ιατρική περίθαλψη. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού πλήρωναν ανά επίσκεψη
Περίττωμα, σκατό, σκουπίδι.
μτφ. το λέμε και για ανθρώπους με την έννοια της περιφρόνησης:
Είδος κερδοσκοπικού παιχνιδιού με κέρματα.
Είδος διασκεδαστικού παιχνιδιού παιδιών με το κόκαλο-εξόγκωμα από την παραμόρφωση οστών στο πόδι αρνιών και κατσικιών (το κότσι)
Στέλεχος καρπού χωρίς σπόρους (κότσαλα = τα χοντράδια που δεν περνούσαν από το δριμόνι)
Ετυμολογία: τουρκ. hovardalık
shareΑπλοχεριά, έλλειψη τσιγκουνιάς
μτφ. τα μακριά πόδια του ανθρώπου.
υποκορ. της λ. «κούκλα»
μτφ. το όμορφο μικρό παιδί
κουκλέλια: έτσι ονόμαζαν οι χωριανοί τους Τούρκους της Ερεσού, πριν την απελευθέρωση (από συνέντευξη του Στέλιου Κων. Κοντέλου)
Το μικρό παιδί, το όμορφο, το χαϊδεμένο, ο κανακάρης. Λέγεται προπαντός για τα κορίτσια.
Στις φράσεις:
Ετυμολογία: μσν. κουκούμιν < μτγν . κουκούμιον < λατιν . cucuma = λέβητας, μαγειρικό σκεύος, χύτρα
shareΤο συναίσθημα της έντονης ζεστασιάς, της θαλπωρής
Κοιμισμένος, σε βαθύ ύπνο, ξερός, ψόφιος