κλουφ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kılıf = θήκη

  1. Το κέλυφος από ξηρό καρπό ή από αυγό

  2. Το εξωτερικό ντύσιμο μαξιλαριού

κλω
  • Κλείνω

κνικάτους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ο κατακόκκινος

    • -Κνικάτα μάγ'λα = κατακόκκινα μάγουλα
κόβου λάσπ'
  • Φεύγω γρήγορα απειλούμενος

    • -Α κόψου λάσπ' άμα βρω τα σκούρα

    • -Άμα τουν δούτι κόψτι λάσπ'
κόζ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. koz

  • Σε ορισμένα χαρτοπαίγνια το ισχυρό φύλλο που κερδίζει τα υπόλοιπα

κοίχους (ι)
  • Τοίχος

    • -Γω ρακέλιμ' αγαπώσε, συ γιακί μι πας κοίχου - κοίχου;
κόκα
  • Αναγνωριστική χαραγή στο αυτί του προβάτου (σε σχήμα μισοφέγγαρου με το άνοιγμα προς τα έξω)

κοκάλες (οι)
  • Διακοσμητικά όστρακα σε εξαρτήματα ζώων

κόκαλου (το)
  • Παιδικό παιχνίδι

κολάι (του) Βλέπε:
κολλ'βόζ'μου (του)

Ετυμολογία: κόλλυβα + ζωμός

  • Ζουμί από κόλλυβα

    • -Άμα η χήρα φα του κολλ'βόζ'μου ξανανιών' = Όταν θάψει τον άντρα της κ.τ.λ.
Επίσης:
κολντιμίρ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Αμπάρα, η σιδερένια μπάρα που στερέωνε την εξώπορτα

κόν'δα (η)

Ετυμολογία: μσν. κονίς < κόνις - κόνιδος > κόνιδα > κόν'δα

  • Το αυγό της ψείρας

κονάκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. konak

  • Χώρος μόνιμης ή προσωρινής διαμονής αλλά και φυλακή

κόνξα (η)
  • Κόλπο, νάζι

    • -Γω βιάζουμ' τσι τσείν' έκανι κόνξις
κόντικας (ι)
  • Μητρώο, κώδικας

κοντότα (ι)

Ετυμολογία: μσν. κοντόττα ¸ ιταλ. condotta < λατιν . conducti = μισθωτοί < conduco, conducere = συνάγω, μισθώνω

  • Ετήσια εισφορά δρχ 1000 που καταβαλλόταν από 60 οικογένειες του χωριού, μετά τον πόλεμο, σε ξενόφερτο γιατρό προκειμένου να έχουν πλήρη ιατρική περίθαλψη. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού πλήρωναν ανά επίσκεψη

κόπανους (ι)
  • μτφ. ο άχρηστος

κόπριου (του)
  1. Περίττωμα, σκατό, σκουπίδι.

  2. μτφ. το λέμε και για ανθρώπους με την έννοια της περιφρόνησης:

    • -Διαβόλ κόπριου!
κόπ'τσι
  • Κόπηκε

    • -Κόπ'τσι μι του ξυραφέλ!
κόρδα (η)

Ετυμολογία: μσν.κλόρδα

  1. Χορδή

  2. Σύρμα

κορώνα-γράμματα
  • Είδος κερδοσκοπικού παιχνιδιού με κέρματα.

    • -Τα μπικιαρέλια (οι νεαροί) την έβγαζαν με ‘πάστρα' στο καφενείο του Μιλιήμ και του Πανανάκ', με τα ‘πλακάκια', με το ‘κότσι', με ‘κορώνα-γράμματα' ή ακόμα και ‘μονά-ζυγά'.
κόσ'νου (του)
  • Το κόσκινο

    • -Φέρι βρη Ρείν' του κόσ'νου απ' του κατώγ'!
κόσια (τα)
  • Τρεχαλητά

    • -Έβαλα τα κόσια = άρχισα να τρέχω
κοσμιρί
  • Είδος γλυκού (κεφαλοτύρι με ζάχαρη)

κότσ' (του)
  • Είδος διασκεδαστικού παιχνιδιού παιδιών με το κόκαλο-εξόγκωμα από την παραμόρφωση οστών στο πόδι αρνιών και κατσικιών (το κότσι)

κότσ'φας (ι)
  • Κοτσύφι

κότσαλου (του)
  • Στέλεχος καρπού χωρίς σπόρους (κότσαλα = τα χοντράδια που δεν περνούσαν από το δριμόνι)

κότσνους (ι)
  • Κόκκινος

κουβαρντουσύν' (η)

Ετυμολογία: τουρκ. hovardalık

  • Απλοχεριά, έλλειψη τσιγκουνιάς

    • -Η κουβαρντουσύν' τ' Ουρσιώτ' είνι γνουστή
κουβιός (ι) Βλέπε:
κουγιουμτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kuyumcu

  • Χρυσοχόος

κουγκτζέλα (η)
  • Η κουκουνάρα του πεύκου

κουζάβλ' (του)
  • Το πόδι, το κανί

    • -Μάζιψι τα κουζάβλια σ'
κουζίλια
  • μτφ. τα μακριά πόδια του ανθρώπου.

    • -Είχι κακ' κουζίλια που φτάνας ίσαμ κη πόρτα.

    • -Μάζιψι τα κουζίλια σ' να πιράσου!
κουζμέτια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. hızmet = υπηρεσία

Βλέπε:
κουινάκ' (του)
  • Πήλινος βόλος, μπίλια

κουιντίζου
  • Στενοχωριέμαι

κουιτού

Ετυμολογία: τουρκ. kuytu

  • Το υπήνεμο ή σκιερό μέρος

Επίσης:
κουιτουλούκ' (του) Βλέπε:
κουκάλις (οι)
  1. Παιδικό παιχνίδι (μπαρμπούτι)

  2. Διακοσμητικό στοιχείο σε καπλουδέτες ζώων.

κουκάς (ι) Βλέπε:
κουκλέλ' (του)
  1. υποκορ. της λ. «κούκλα»

  2. μτφ. το όμορφο μικρό παιδί

  3. κουκλέλια: έτσι ονόμαζαν οι χωριανοί τους Τούρκους της Ερεσού, πριν την απελευθέρωση (από συνέντευξη του Στέλιου Κων. Κοντέλου)

κουκόνα (η)
  • Το μικρό παιδί, το όμορφο, το χαϊδεμένο, ο κανακάρης. Λέγεται προπαντός για τα κορίτσια.

    • -Τ'ς είδις τσι κουκόνις τίλιγια κνιόνταν;
κουκόρβους (ι)
  • Στρογγυλός καρπός ζιζανίου δημητριακών χρώματος μαύρου (καβαλαριά)

κουκουβιός (ι)
  • Πετρόψαρο που χώνεται στα βράχια

Επίσης:
κουκούδ' (του)

Ετυμολογία: μσν. κουκούδιον, υποκορ. του κόκκος

  • Σπυρί μεγάλο, γεμάτο με πύον

κουκούλια
  • Στις φράσεις:

    • -Κουκούλια τάκανι = Τα έκανε θάλασσα, τα θαλάσσωσε

    • -Μμμ κουκούλια α ντα κάν' = θα προκόψει (ειρωνικά)

    • -Κουκούλια τσι μαρούλια = ασυναρτησίες

    • -Απ' του φίλου σ' α δεις καλό, απ' του σόι σ' α δεις τα κουκούλια

    • -Πήγι σκ' Αγγλία να μάθ' πιο πουλλά γράμματα, τσ' έκανι τα κουκούλια (τα πρόκοψε)
κουκούμ

Ετυμολογία: μσν. κουκούμιν < μτγν . κουκούμιον < λατιν . cucuma = λέβητας, μαγειρικό σκεύος, χύτρα

  • Το συναίσθημα της έντονης ζεστασιάς, της θαλπωρής

    • -Στσιπάσκα τσι γίνκα κουκούμ!
κουκουριασμένους (ι)
  • Κοιμισμένος, σε βαθύ ύπνο, ξερός, ψόφιος

    • -Ά, ώστι ήσαν ξύπνια έ; τσ' έκανις κ' κουκουριασμέν'!

    • -Κουκουριάνι! = κοιμήθηκε, έπεσε σε βαθύ ύπνο, ξεράθηκε