Βρέθηκε το λήμμα
κουλιάρα (η)
  • Mεγάλος κολιός (ψάρι)

    • -Λάτι δώστι μια δραχμάρα για να πάρτι μια κουλιάρα (φώναζε ο ψαράς του χωριού)