Βρέθηκε το λήμμα
κουλάρα (η)
  • Μεγάλος κώλος.

    • -Ε βλέπ'ς μπρε που γέμ'σι ι γιαλός μας γυμνές β'ζάρις τσι κουλάρις, τσι λουγιάζουμι απ' κι γκόχ' κ' μακιού;. Α τσ' άσπρις φρατζουλάρις είνι.