Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: κώλος + κόπτω
Σακατεύω, κοψομεσιάζω κάποιον από το πολύ φορτίο