Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: κώλος + σπογγίζω
Κάτι άχρηστο, για πέταμα, συνήθως ένα παλιό ύφασμα (παλιόπανο) που το είχαν κρεμασμένο στο αποχωρητήριο του παλιού καιρού και που - ελλείψει χαρτιού - σκουπίζονταν μ' αυτό, αφού έψαχναν να βρουν ένα καθαρό σημείο του