Βρέθηκε το λήμμα
κούκουρους (ι)
  • Τελείως ξερός, τελείως στεγνός

    • -Μόλις φύγαμι έπισα κούκουρους, ούτι πρόλαβα να πάου στου σπίκ'

    • -Γη βρύσ' ήντου ξιρή, κούκουρ, στρατζιά νιρό